Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Η Ιστορική εξέλιξη της Σωματικής Ψυχοθεραπείας

Η Σωματική Ψυχοθεραπεία περιλαμβάνει ένα σύνολο προσεγγίσεων στη ψυχοθεραπεία που έχουν τις ίδιες βασικές αρχές: 1. το σώμα παίζει σημαντικό ρόλο στην ψυχική κατάσταση του ατόμου, 2. ο νους και το σώμα είναι αλληλένδετα, 3. αν δεν δώσεις σημασία στο σώμα, περιορίζονται οι θεραπευτικές δυνατότητες της ψυχοθεραπείας.

Η Σωματική Ψυχοθεραπεία εδραιώθηκε επίσημα την δεκαετία του 1990 ως διακριτός κλάδος της ψυχοθεραπείας. Στην Ευρώπη εκπροσωπείται από την European Association For Body Psychotherapy (EABP) και στην Αμερική από την United States Association for Body Psychotherapy (USABP).

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ιστορία της σωματικής ψυχοθεραπείας ξεκινά από τη δουλειά του Δρ. Pierre Janet (1889), τουλάχιστον 3 χρόνια πριν ο Freud εδραιώσει επίσημα την ψυχανάλυση (1892). Σύμφωνα με τον David Boadella (1997), ο Janet έδινε έμφαση στο σώμα του ασθενή και στη μη λεκτική επικοινωνία και τα ευρήματα του συνδέονται άμεσα με τη σωματική ψυχοθεραπεία αφού περιλαμβάνουν μεταξύ των άλλων σημαντικά στοιχεία για το μπλοκάρισμα του διαφράγματος, για την επίπτωση των συγκινησιακών εντάσεων στη ροή των υγρών του σώματος και για τη σημασία της σωματικής δουλειάς σε ασθενείς που έχουν υποστεί τραυματικό σοκ.

Ένας άλλος σημαντικός ερευνητής στην ιστορία της σωματικής ψυχοθεραπείας ήταν ο Albert Abrams (1891–1910) ο οποίος βάσισε κάποιες από τις θεωρίες του στη δουλειά του Franz Anton Mesmer (1779) και των Armand-Marie-Jacques de Chastenet και Marquis de Puyse´gur (1784) σχετικά με τη διασύνδεση μεταξύ νου και σώματος.

Όπως αναφέρει ο Boadella (1997), ο Freud ασχολήθηκε ερευνητικά με τα ευρήματα του Janet και επηρεάστηκε από τις ιδέες του αλλά στη συνέχεια αγνόησε την μελέτη του σώματος και επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην λεκτική επικοινωνία. Αρχικά ο Freud είχε περιγράψει την έννοια του Εγώ ως «πρώτα και κύρια ένα σωματικό εγώ» (Freud, 1923), που υποδηλώνει διασύνδεση σώματος και νου. Επίσης η αρχική του σύλληψη για τη libido ήταν μέσα σ’ ένα πλαίσιο ομοιόστασης, με μια ένθερμη υποστήριξη στην ελευθέρωση της ενέργειας του σώματος. Ωστόσο αργότερα, έκανε στροφή, θεωρώντας μάλλον ότι το σώμα αντιπροσωπεύει την επικίνδυνα κυρίαρχη δύναμη των ενστίκτων η οποία θα πρέπει να κρατιέται υπό έλεγχο από το νου. Ο νους έγινε πλέον το επίκεντρο της κλασσικής ψυχοθεραπείας ως το μέσο για να εκφράσει ο άνθρωπος τον πυρήνα του εαυτού του, με την επεξεργασία των σκέψεων και πεποιθήσεών του.

Ο Αυστρο-ουγγαρός γιατρός και ψυχαναλυτής Wilhelm Reich (1897 – 1957), μαθητής και μετέπειτα συνεργάτης του Freud, έγινε σταδιακά ο πιο σημαντικός πρωτοπόρος της Σωματικής Ψυχοθεραπείας. Το 1919, στα 22 του, είχε μόλις ξεκινήσει την εκπαίδευσή του στην Ιατρική σχολή της Βιέννης. Ενθουσιάστηκε με τη νέα -τότε- επιστήμη της ψυχανάλυσης και προσπάθησε να συνδυάσει τις αρχικές ιδέες του Freud για το σώμα και τη libido, με τις δικές του παρατηρήσεις για τις σωματικές εμπειρίες, ενοχλήσεις και τη σεξουαλικότητα των ασθενών του. Φοιτητής ακόμα, έγινε δεκτός ως μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας της Βιέννης.

Ο Reich προχώρησε πέρα από τη ψυχαναλυτική μέθοδο της ερμηνείας, εστιάζοντας στον «χαρακτήρα» του αναλυόμενου που αποτελεί τη βάση των συμπτωμάτων που εκδηλώνονται. Η έννοια του «χαρακτήρα» αναφέρεται στον προσωπικό ιδιαίτερο τρόπο ύπαρξης του καθενός μας. Περιλαμβάνει τις απόψεις για τον εαυτό μας και τον κόσμο αλλά κυρίως τις ασυνείδητες πεποιθήσεις μας που δημιουργήθηκαν με βάση τα παιδικά μας βιώματα και που -αφανώς- καθορίζουν την συμπεριφορά και τον τρόπο σκέψης μας. Υποστηρίζεται από την συγκεκριμένη στάση του σώματός μας, από μυϊκές συσπάσεις και αλληλεπιδρά με το αυτόνομο νευρικό σύστημα. Αρνητικά παιδικά βιώματα δημιουργούν στοιχεία του Χαρακτήρα που προδιαθέτουν σε ψυχική δυσφορία και συμπτώματα. Αυτά τα παθογόνα στοιχεία του Χαρακτήρα -και όχι όλη η προσωπικότητα- είναι το αντικείμενο της θεραπευτικής «Ανάλυσης του Χαρακτήρα», την οποία παρουσίασε ο Reich στο ομότιτλο βιβλίο του το 1933.

Υπό αυτή τη θεώρηση, η αντίσταση του πελάτη στη διαδικασία της ψυχοθεραπείας και στον ψυχοθεραπευτή, βασίζεται σε ψυχικές και σωματικές στάσεις του «χαρακτήρα». Το σώμα και ο νους αλληλεπιδρούν μεταξύ τους και καθρεφτίζουν το ένα το άλλο, οπότε όλα τα νευρωτικά συμπτώματα έχουν και μια σωματική συνιστώσα.

Ο Reich εισήγαγε την έννοια «θωράκιση» που αναφέρεται στον αμυντικό μηχανισμό που αναπτύσσει ένα άτομο για να ανταπεξέλθει σε έντονες αισθήσεις και ανυπόφορα συναισθήματα. Η «θωράκιση» προκαλείται από τη συστηματική ματαίωση των συναισθηματικών αναγκών των παιδιών στα πρώτα χρόνια της ζωής τους και έχει χαρακτηρολογική και σωματική συνιστώσα. Η «Χαρακτηρολογική θωράκιση» αφορά στις τυπικές χαρακτηρολογικές στάσεις που αναπτύσσει το άτομο για να προστατευτεί από ανυπόφορες συγκινήσεις. Η «μυϊκή θωράκιση» αφορά στις μυϊκές συσπάσεις του σώματος που αναπτύσσει το άτομο για να καταστείλει έντονες αισθήσεις και ανυπόφορα συναισθήματα (π.χ. άγχος, θυμό, σεξουαλική διέγερση). Η μυϊκή και η χαρακτηρολογική θωράκιση εξυπηρετούν τον ίδιο σκοπό.

Η έννοια της «θωράκισης» καλύπτει την αμυντική και την αυτό-προστατευτική λειτουργία της απώθησης που ήταν ακρογωνιαίος λίθος της ψυχαναλυτικής θεωρίας. Απωθούμε στο ασυνείδητο ό,τι δεν μπορούμε να διαχειριστούμε προκειμένου να προστατευτούμε από την αναβίωση του πόνου. Οι συνήθεις σωματικές εντάσεις έχουν μια προστατευτική λειτουργία αλλά επίσης περιορίζουν και τη βίωση της ευχαρίστησης, του αυθορμητισμού και της χαράς της ζωής.

Ο Reich παρατήρησε το νευροφυτικό ή αυτόνομο νευρικό σύστημα μέσα στη θεραπεία, διαπιστώνοντας ότι οι νευροφυτικές αντιδράσεις του σώματος αντιστοιχούσαν στην ερμηνεία και στη χαλάρωση των αντιστάσεων του χαρακτήρα. Αυτές οι νευροφυτικές αντιδράσεις ήταν ακούσιες δηλ. πέρα από τον έλεγχο του νου και παρατηρούνταν π.χ. στον ρυθμό της αναπνοής, σε μια αλλαγή στο χρώμα ή στη θερμοκρασία του δέρματος, σε μυϊκές συσπάσεις, στη λειτουργία της περίσταλσης κοκ. Ενίοτε υπήρχε ταυτόχρονη συναισθηματική εκφόρτιση και ανάκληση απωθημένων τραυμάτων, εικόνων και αναμνήσεων. Μακροπρόθεσμα, αυτές οι αλλαγές στη νευροφυτική ροή και αυθορμητισμό, μπορούσαν σωρευτικά να προκαλέσουν ορατές μεταβολές στη μυοσκελετική στάση και στις αντίστοιχες χαρακτηρολογικές στάσεις.

Ο Reich χρησιμοποίησε τον όρο «Νευροφυτοθεραπεία» για να περιγράψει αυτό τον τρόπο δουλειάς με το σώμα, την οποία θεώρησε ως «μια ανάλυση του χαρακτήρα στο επίπεδο του σώματος».

Η Νευροφυτοθεραπεία είναι μέθοδος αποκατάστασης της υγιούς λειτουργίας του Αυτόνομου Νευρικού Συστήματος μέσω συγκεκριμένων σωματικών τεχνικών και ασκήσεων που ακολουθούνται από λεκτική έκφραση και επεξεργασία.

Οι ασκήσεις της Νευροφυτοθεραπείας επιδρούν στην αναπνοή, τον μυϊκό τόνο και την λειτουργία των εσωτερικών οργάνων, επιδρούν βαθιά στον οργανισμό και στην ψυχική σφαίρα. Έτσι βελτιώνεται η συνολική ενεργειακή ισορροπία του οργανισμού, γιατί οι ψυχοσωματικές εντάσεις δεσμεύουν την ενέργειά του, που αλλιώς θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί για την υγεία και την δημιουργικότητα του ατόμου.

O Reich υποστήριξε ότι αν δεν γίνει επεξεργασία της «σωματικής θωράκισης», η θεραπευτική διαδικασία εύκολα περιορίζεται στη νοητική κατανόηση και επίγνωση. Οπότε μπορεί ο αναλυόμενος να έχει κατανοήσει την προέλευση των σωματικών/συναισθηματικών καταστάσεων που βιώνει αλλά να παραμένει παγιδευμένος εκεί όπως ήταν πάντα. Αν έχει συλλάβει τις εσωτερικές του συγκρούσεις μόνο νοητικά, η ζωτικότητά του μπορεί να παραμείνει εγκλωβισμένη στο σωματικό επίπεδο. Οι συγκρούσεις μεταξύ ανάγκης, ενέργειας και επιθυμίας από τη μία και φόβου, αναστολής και στοχασμού από την άλλη, μπορεί να ανακυκλώνονται και να εκδραματίζονται αδιάκοπα αντί να βιώνονται πραγματικά. Το σώμα μπορεί να βοηθήσει να έχουμε πρόσβαση σε όλη την ένταση και το δυναμικό της σύγκρουσης. Αυτό υποδηλώνει ότι το σώμα είναι το ίδιο αποτελεσματικό και αναγκαίο με το νου, σαν πεδίο της αλλαγής.

Οι ιδέες του Reich για τον «χαρακτήρα» και για την επεξεργασία της αντίστασης και της αρνητικής μεταβίβασης έγιναν ευρέως αποδεκτές στον ψυχαναλυτικό κόσμο ενώ η έμφαση που έδινε στην δουλειά με το σώμα, στην συναισθηματική εκφόρτιση και στη σεξουαλικότητα, συνεχίστηκε και αναπτύχθηκε από διάφορες νέο-ραϊχικές και βιενεργητικές σχολές.

Αργότερα ο Reich ανέπτυξε περαιτέρω τις έννοιες της οργασμικής ικανότητας γύρω από τη σεξουαλική ενέργεια, σε αυτό που αποκάλεσε «ενέργεια της οργόνης», πράγμα που τον έκανε ακόμα λιγότερο δημοφιλή στους ψυχαναλυτικούς κύκλους.

Άλλοι νεωτεριστές όπως οι Groddeck και Ferenczi, πειραματίστηκαν κι αυτοί με πιο άμεση δουλειά με το σώμα, ενώ ο Adler, ο Jung και άλλοι ασχολήθηκαν με το πως διανέμεται η ψυχική ενέργεια μέσα στο σώμα και τη σχέση μεταξύ σώματος και νου.

Αρκετοί ψυχοθεραπευτές, σύγχρονοι του Reich, επηρεάστηκαν πολύ από τη δουλειά του με το σώμα, ιδιαίτερα ο Fritz Perls (1969), ιδρυτής της θεραπείας Gestalt, ο Arthur Janov (1970) που θεμελίωσε την «Πρωτογενή θεραπεία», και ο Stanislav Grof (1986) που ονόμασε την τεχνική του «Holotropic Breathwork». Κανένας τους όμως δεν το παραδέχτηκε.

Η δουλειά του Reich με το σώμα, τη μυϊκή θωράκιση και την αντίσταση, προσέλκυσε πολλούς οπαδούς. Στη Νορβηγία και στην Αμερική, ο Reich εργάστηκε με πολλούς επαγγελματίες που ενσωμάτωσαν τη θεωρία του στη δουλειά τους. Αναπτύχτηκε ένα διεθνές κίνημα Σωματικής Ψυχοθεραπείας με πολλές παραλλαγές έμφασης οι οποίες είτε απέρρεαν απευθείας από τη δουλειά του Reich είτε προσέθεταν κάτι ουσιαστικό σ’ αυτήν ή τουλάχιστον όφειλαν πολλά σ’ αυτήν.

Στην Αμερική, ο Elsworth Baker μαζί με συνεργάτες του (γνωστοί ως «οργονομιστές») ίδρυσε το Κολέγιο της Οργονομίας (1968) και εξέδωσε το περιοδικό της Οργονομίας, συνεχίζοντας την παράδοση της Ιατρικής Οργονομίας του Reich.

Η δεύτερη γενιά «σωματικών ψυχοθεραπευτών», που εκπαιδεύτηκαν από τον Reich στην Αμερική και αποκαλούνται «νέο-ραϊχικοί», περιλαμβάνει τους: Alexander Lowen, John Pierrakos, Myron Sharaf και Eva Reich.

Ο γιατρός Alexander Lowen (1910-2008) δημιούργησε τη Βιοενεργητική Ανάλυση (1975), αναπτύσσοντας, πολύ σημαντικές, πρόσθετες έννοιες στη Σωματική Ψυχοθεραπεία: τη «γείωση» στη θεραπεία, τη θεραπευτική δουλειά σε όρθια στάση και τη διεύρυνση της αναπνοής.

Ο John Pierrakos (1921-2001), συνεργάτης αρχικά του Lowen, ανέπτυξε την Ενεργητική του Πυρήνα (1987) που αποσκοπεί στην διευκόλυνση της απελευθέρωσης του πυρηνικού εαυτού, συνδυάζοντας τη θεραπευτική του εμπειρία στην πρακτική της Βιοενεργητικής, με ένα είδος πνευματικού διαλογισμού που χρησιμοποιούσε η γυναίκα του και με επικέντρωση στην ευχαρίστηση του να ζεις.

Η Eva Reich – η μικρότερη κόρη του W. Reich – ανέπτυξε την τεχνική «Ήπια Βιοενεργητική» (Gentle Bioenergetics) ή «Ήπιο Παιδικό Μασάζ» (1996), ένα είδος απαλού μασάζ που μπορούν να κάνουν οι μητέρες στα πρόωρα μωρά τους για να υποβοηθήσουν τη διαδικασία ανάπτυξης δεσμού μαζί της, ο οποίος έχει διαταραχθεί.

Στη Νορβηγία, ο ψυχαναλυτής Ola Raknes (1887-1975), εκπαιδεύτηκε κι αυτός από τον Reich στη Χαρακτηραναλυτική Νευροφυτοθεραπεία και στη συνέχεια εκπαίδευσε με τη σειρά του άλλους επιστήμονες όπως οι: A.S. Neill, Paul Ritter, Peter Jones, David Boadella, Gerda Boyesen και Malcolm Brown. Αρκετοί απ’ αυτούς ανέπτυξαν το δικό τους είδος Σωματικής Ψυχοθεραπείας και αποτέλεσαν την τρίτη γενιά σωματικών ψυχοθεραπευτών.

Έτσι, ο David Boadella δημιούργησε τη «Βιοσύνθεση», που εμβαθύνει στο πως τα τρία εμβρυολογικά στρώματα – ενδόδερμα, μεσόδερμα και εξώδερμα – επηρεάζουν τις τωρινές δομές στο σώμα. Ο Boadella ήταν πολύ σημαντική μορφή στο χώρο της Σωματικής Ψυχοθεραπείας, ιδιαίτερα από το 1970 ως το 1990. Δημιούργησε το πρώτο περιοδικό για την Σωματική Ψυχοθεραπεία: Energy & Character, το οποίο την βοήθησε να αποκτήσει ανεξάρτητη ταυτότητα ως επιστημονικός χώρος και εσωτερική συνοχή. Επίσης βοήθησε να ιδρυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση Σωματικής Ψυχοθεραπείας (EABP) (1988) και έγινε ο πρώτος της πρόεδρος.

Η Gerda Boyesen (1922-2005) ίδρυσε τη Βιοδυναμική Ψυχολογία (1980), προσθέτοντας την κατανόηση ότι το σύστημα της αυτορρύθμισης της συναισθηματικής έντασης έγκειται, όχι μόνο στο αντανακλαστικό του οργασμού ή στη χαλάρωση της μυϊκής θωράκισης, αλλά και στη παρασυμπαθητική δραστηριότητα του πεπτικού συστήματος. Εισήγαγε τους όρους «συναισθηματική αφομοίωση» και «ψυχο-περίσταλση και ανέπτυξε θεωρία και τεχνικές για τη χαλάρωση της θωράκισης στο συνδετικό ιστό και της μυϊκής θωράκισης του Reich. Επίσης ανέπτυξε ένα είδος πολύ απαλού μασάζ που χαλαρώνει και εξισορροπεί το ΑΝΣ, ενισχύοντας έτσι την έκφραση συναισθημάτων που υπάρχουν πίσω από τις σωματικές εντάσεις.

Ο γιός της Paul, δημιούργησε αργότερα τη δική του μέθοδο που αποκάλεσε Ψυχο-οργανική Ανάλυση.

O Malcolm Brown και η σύζυγός του Katherine Ennis Brown, με επιρροές από τη ψυχοθεραπεία Gestalt και τους Charlotte Selver, Carl Rogers (2003), Reich, Lowen, Boadella (1987) και Boyesen (1980), ανέπτυξαν την «Οργανισμική Ψυχοθεραπεία». Οι Brown εμβάθυναν στην επίδραση που έχει το άγγιγμα του θεραπευτή και στο πως αυτό διαφοροποιείται ανάλογα με το αν ο θεραπευτής είναι άντρας ή γυναίκα. Επίσης, ο Malcolm Brown διερεύνησε τη διαφορετική λειτουργικότητα που έχει, στη θεραπεία, η «κάθετη γείωση» (όρθια θέση) σε σχέση με την «οριζόντια γείωση».

Η Lillemore Johnsen (1981), με επιρροές και από τον Freud και από τον Reich αλλά από μια πιο υπαρξιακή οπτική, ανέπτυξε μια ιδιαίτερη μέθοδο «ανάγνωσης του σώματος», απαλού αγγίγματος και αποκατάστασης της αναπνοής, με μια ακριβή διαδικασία διάγνωσης. Αποκάλεσε την προσέγγισή της «Integrated Respiration Therapy».

Η Lisbeth Marcher (1989), χρησιμοποιώντας κάποιες ιδέες της Johnsen, δημιούργησε την προσέγγιση «Bodynamics», η οποία θεωρεί ότι τα προβλήματα της προσωπικότητας και τα στοιχεία της δομής του χαρακτήρα, δημιουργούνται ως αποτέλεσμα συγκρούσεων στις σχέσεις. Οι τεχνικές της αποσκοπούν στο μετασχηματισμό παλιών και επίμονων μοτίβων συμπεριφοράς, μέσα από την εκπαίδευση και ενεργοποίηση κινητικών και ψυχολογικών πόρων.

Ο Charles Kelley (1922-2005) δημιούργησε τη μέθοδο Radix (δεκαετία 1970), ένα είδος «εκπαίδευσης στο συναίσθημα, στο σκοπό και στην βελτίωση της όρασης», συνδυάζοντας τις τεχνικές του Reich για συναισθηματική εκφόρτιση και τη μέθοδο του William Bates για τη βελτίωση της όρασης.

Ο Stanley Keleman (1986), μαθητής των Alexander Lowen και Ola Raknes, διαφοροποιήθηκε σημαντικά από τον Reich, αποδεικνύοντας ότι η έννοια της θωράκισης, της ροής της ενέργειας και του περιορισμού αυτής, επεκτείνεται όχι μόνο στους μυς αλλά και στους μαλακούς ιστούς του σώματος, στα σπλάχνα.

Ο Ron Kurtz (1990), συνδυάζοντας τις επιρροές του από τη θεραπεία Gestalt, την πρωτογενή θεραπεία του Arthur Janov, το Rolfing, τη Βιοενεργητική Ανάλυση και τους J. Pierrakos, Al Pesso και Moshe Feldenkrais, ανέπτυξε τη μέθοδο Hakomi, που βοηθά το άτομο να προκαλέσει αυτό που έχει τη δυνατότητα να είναι ή αυτό που θα ‘πρεπε να είναι.

Ο Jack Lee Rosenberg (1996) δημιούργησε τη Συνθετική Σωματική Ψυχοθεραπεία ενσωματώνοντας στοιχεία από τη γιόγκα, τη Βιοενεργητική Ανάλυση, τη Ραϊχική ανάλυση, τη ψυχανάλυση, τη συνδιαλλεκτική ανάλυση και τις αντικειμενότροπες σχέσεις.

Ο ψυχίατρος Jerome Liss (1986) ανέπτυξε τη «Βιοσυστημική» προσέγγιση, η οποία συνδυάζει διάφορους τρόπους δουλειάς με το σώμα, για να διερευνήσει τη σχέση μεταξύ των παρασυμπαθητικών και συμπαθητικών πλευρών του ΑΝΣ. Η συναισθηματική εμβάθυνση που προκύπτει, βοηθά το άτομο να επανέλθει σε μια υγιή ισορροπία.

Περνώντας στην επόμενη γενιά σωματικών ψυχοθεραπευτών που δεν είχαν καμία επαφή με συνεργάτες και μαθητές του Reich, ο JacobJayStattman (1989 και 1991) ίδρυσε την «Ενωτική Ψυχολογία», ενοποιώντας στοιχεία της Ανθρωπιστικής Ψυχολογίας με το θεωρητικό έργο του Reich και κάποια ψυχοδυναμικά στοιχεία της ανάλυσης του χαρακτήρα. Χρησιμοποίησε διάφορα είδη δουλειάς με το σώμα, με την αναπνοή, την κίνηση, την επαφή, τα οποία πήρε από την Gerda Boyesen, τον Reich, τον Lowen και τον Feldenkrais.

Επηρεασμένη από την Gestalt και τη Βιοενεργητική, η ψυχίατρος Yvonne Maurer (1993) ανέπτυξε την «Επικεντρωμένη στο Σώμα Ψυχοθεραπεία».

Ο Luciano Rispoli (2008) ανέπτυξε τη «Λειτουργική Ψυχολογία», που εξετάζει τη λειτουργικότητα του ατόμου σε όλα τα επίπεδα: νοητικό, συγκινησιακό, σωματικό, φυσιολογικό. Η θεραπεία αποσκοπεί στο να κινητοποιήσει και να ενσωματώσει ξανά τις αλλοιωμένες λειτουργίες και να αποκαταστήσει τις πρώιμες θεμελιώδεις εμπειρίες.

Ο Arnold Mindell, που αρχικά ήταν Γιουνγκιανός αναλυτής, ανέπτυξε στα τέλη της δεκαετίας του 1970, τη δική του προσέγγιση «Process Oriented psychotherapy», που ακολουθεί τη ψυχολογική διεργασία του ατόμου καθώς αναπτύσσεται και κινείται σε πολλά διαφορετικά κανάλια.

Ένα άλλο σημαντικό ρεύμα είναι η «Σύγχρονη χορο-κινητική ψυχοθεραπεία», μια σωματική ψυχοθεραπευτική εκδοχή της χορο-κινητικής θεραπείας που ανέπτυξε η Elsa Gindler τη δεκαετία του 1910, 1920.

Η Ilana Rubenfeld (1998) ανέπτυξε την μέθοδο RSM (Rubenfeld Synergy Method), η οποία χρησιμοποιεί ένα είδος αγγίγματος με τα χέρια που μοιάζει αρκετά με την τεχνική του ήπιου βιοδυναμικού μασάζ της Gerda Boyesen.

Υπάρχουν επίσης αρκετοί άνθρωποι που ασχολήθηκαν με κάποιο είδος «σωματικής θεραπείας» στο οποίο στη συνέχεια προσέθεσαν ψυχοθεραπευτικά στοιχεία ώστε να μετατραπεί σε σωματική ψυχοθεραπεία. Για παράδειγμα, στην Ευρώπη, η μέθοδος «Postural Integration» του Jack Painter (1987) μετατράπηκε σε «Psychotherapeutic Postural Integration», με την ενσωμάτωση ψυχοθεραπείας Gestalt. Επίσης, στην Αμερική, η Susan Aposhyan (2004) μετέτρεψε το Body-Mind Centering του Bonnie Bainbridge Cohen σε σωματική ψυχοθεραπεία. Ο Albert Pesso και η σύζυγός του Diane Boyden-Pesso (1961), προερχόμενοι από το χώρο του επαγγελματικού χορού, μελέτησαν το πώς η κίνηση μπορεί να διευκολύνει την έκφραση των συναισθημάτων. Έτσι, ανέπτυξαν την «Ψυχοκινητική» προσέγγιση, η οποία πλέον έχει εξελιχθεί σε ένα είδος ψυχοδράματος σωματικής κατεύθυνσης.

Στην ιστορία αυτή, από τον Janet και τους εμπνευστές του μέχρι σήμερα, συνυπάρχει μια αυξανόμενη τάση περιθωριοποίησης του σώματος μαζί με μια αυξανόμενη κατανόηση γύρω από τις νοητικές διεργασίες. Επικράτησε ένα σχίσμα μεταξύ νου και σώματος, όπου ο νους θεωρείται ότι έχει τον έλεγχο και είναι ανώτερος από το σώμα και τη φύση. Ο Freud είχε διαγνώσει τις παθολογικές συνέπειες αυτού του σχίσματος αλλά αργότερα το παρουσίασε ως μια γενικευμένη κατάσταση, υποστηρίζοντας ότι είναι ένα απαραίτητο συστατικό του πολιτισμού. Έτσι, όπως αναφέραμε πριν, σταμάτησε να μελετά το σώμα και επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην λεκτική επικοινωνία. Οπότε η πρακτική της ψυχανάλυσης μέσω της ομιλητικής θεραπείας, περιορίστηκε εκ των πραγμάτων στο πώς η ψυχή επηρεάζει το σώμα και όχι το αντίστροφο. Επιπλέον οι ψυχαναλυτές άρχισαν να κάθονται με τέτοιο τρόπο μέσα στη θεραπευτική συνεδρία, που δεν είχαν καλή οπτική επαφή με το σώμα του ασθενή, πράγμα που απέκλεισε την πιθανότητα μη λεκτικής επικοινωνίας.

Γύρω στα 1929-1930, το σώμα μπήκε στο περιθώριο. Ίσως αυτό σχετίζεται με την ενασχόληση του Reich με τον Μαρξισμό, την κοινωνικοπολιτική θεωρία και την σεξουαλικότητα. Ειδικά όταν εκείνος αποβλήθηκε από την Διεθνή Κοινότητα, το σώμα αποσχίστηκε οριστικά από την ψυχανάλυση και τις ψυχοδυναμικές ψυχοθεραπείες. Η ψυχανάλυση έστρεψε το ενδιαφέρον της προς τις αντικειμενότροπες σχέσεις με επίκεντρο τη μεταβίβαση, την αντιμεταβίβαση και το ψυχοδυναμικό ιστορικό, χωρίς καμία αναφορά ή συνεκτίμηση του σώματος.

Οπότε η ένταξη της σωματικής πραγματικότητας στην ψυχοθεραπεία δεν είναι νέο φαινόμενο αλλά μάλλον μια αποκηρυγμένη πλευρά της.

Χρειάστηκαν 70 χρόνια, από το 1934 μέχρι το 2004 οπότε διεξήχθη στο Cambridge το Συνέδριο «Για το σώμα: Δουλεύοντας με τον ενσωματωμένο νου στην ψυχοθεραπεία», για να επανακτήσει το σώμα τη θέση του στην ψυχοθεραπεία. Οι νευροεπιστήμες επίσης βοηθούν πλέον στην κατεύθυνση μιας ενοποιημένης προσέγγισης της επιστήμης της ψυχολογίας στον άνθρωπο και το σώμα του.

Η σωματική ψυχοθεραπεία επωφελήθηκε από τη ψυχανάλυση όσο αφορά στην ενσωμάτωση της έννοιας της θεραπευτικής σχέσης και την ορθή χρήση της μεταβίβασης και της αντιμεταβίβασης. Από την άλλη πλευρά, η έννοια της σωματικής αντήχησης (somatic resonance) ως ένα είδος «σωματικής μεταβίβασης» που είναι ουσιαστική για πολλούς σωματικούς ψυχοθεραπευτές, γίνεται πλέον ολοένα και πιο αποδεκτή στο χώρο της ψυχοθεραπείας γενικότερα, ως μια σημαντική πλευρά της θεραπευτικής σχέσης. Και το σώμα του θεραπευτή αναγνωρίζεται πλέον ως σημαντικό στοιχείο στη θεραπευτική διαδικασία (Shaw, 2003).

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου Ψυχολόγος Υγείας (MSc) - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων  https://www.psychotherapeia.net.gr