Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Επιθετικότητα των ομάδων και χουλιγκανισμός στο ποδόσφαιρο

Οι έρευνες που παρουσιάζουμε εδώ εστιάζουν στην ισχύ της ομάδας και εξετάζουν τις ισχυρές επιδράσεις για συμμόρφωση στους κανόνες ομάδων της καθημερινής ζωής όπου τα μέλη αισθάνονται μια σταθερή αφοσίωση.

Κοινωνικές νόρμες, Κανόνες και Ρόλοι

Ένας πολυσυζητημένος τύπος επιθετικότητας είναι ο χουλιγκανισμός στο ποδόσφαιρο, ο οποίος απεικονίζεται στα μέσα ενημέρωσης ως απείθαρχος και παράλογος.

Η ηθογονιδιακή προσέγγιση στην μελέτη της κοινωνικής συμπεριφοράς, που αναπτύχθηκε από τον φιλόσοφο Rom Harrè (1979), προτείνει ότι αυτή η συμπεριφορά δεν είναι απείθαρχη. Αντίθετα, διέπεται από πολλούς κανόνες στους οποίους πειθαρχούν αυστηρά τα μέλη της ομάδας, οι οποίοι μπορούν να προσδιοριστούν μέσα από προσεκτική παρατήρηση. Αυτή η προσέγγιση βασίζεται και επεκτείνει τη δουλειά του Goffman (1959) σχετικά με την ακολούθηση κανόνων.

Στη δεκαετία του 1970, ένας συνάδελφος του Harrè, ο Marsh, θέλησε να ερευνήσει το βαθμό στον οποίο η συμπεριφορά των χούλιγκαν είναι αποτέλεσμα της συμμόρφωσής τους προς τους κανόνες που αναπτύσσονται και ενδυναμώνονται από τις ίδιες τις ομάδες οπαδών. Διεξήγαγε την έρευνά του χρησιμοποιώντας μεθόδους όπως: συνεντεύξεις με φιλάθλους, ανάλυση βιντεοσκοπημένων επεισοδίων σε γήπεδα και την τεχνική της παρατήρησης μέσα από συμμετοχή, όπου παρατηρούσε τη συμπεριφορά των φιλάθλων ενώ παρακολουθούσε και ο ίδιος και ταξίδευε μαζί τους σε αγώνες ποδοσφαίρου.

Οι συνεντεύξεις με τους φιλάθλους γίνονταν στο τραίνο και το λεωφορείο και οι λεπτομερείς παρατηρήσεις του γίνονταν καθώς μοιράζονταν μαζί τους τις κερκίδες. Όπως σχολιάζει ο ίδιος: “Ίσως το να ακούς αυτά που έχουν να πουν οι φίλαθλοι φαίνεται μη επιστημονικό. Όμως η ιστορία μιλάει από μόνη της. Είναι κατανοητή σε όποιον είναι προετοιμασμένος να της δώσει την προσοχή που της αξίζει” (Marsh, 1978).

Ο Marsh συμπεραίνει από τη μελέτη του ότι οι ποδοσφαιρικές κερκίδες είναι σαν μικρές πολιτιστικές κοινότητες μέσα στη Βρετανική κουλτούρα. Προτείνει ότι η συμπεριφορά των φιλάθλων διέπεται από κανόνες σε σχέση με την αρμόζουσα συμπεριφορά σε διάφορους κοινωνικούς ρόλους. Οι κοινωνικοί κανόνες ασκούν ισχυρή επιρροή στη συμπεριφορά.  Όταν ένα άτομο εδραιωθεί σ’ έναν ρόλο, αυτό μπορεί να γίνει τόσο σημαντικό μέρος της αίσθησης που έχει για τον εαυτό του, ώστε να προσπαθεί να φέρεται κατάλληλα σ’ αυτό το ρόλο με οποιοδήποτε κόστος. Το άτομο πρέπει να παρουσιάζει την αρμόζουσα συμπεριφορά γιατί διαφορετικά θα χάσει το ρόλο του μέσα στην ομάδα που ανήκει. Όπως εμείς κατανοούμε τους ρόλους του γονιού ή του σερβιτόρου, γνωρίζουμε τους κανόνες συμπεριφοράς σ’ ένα ιατρείο ή σε μια διάλεξη, λέει ο Marsh, έτσι και οι φίλαθλοι γνωρίζουν πώς να συμπεριφερθούν στις διάφορες καταστάσεις που προκύπτουν πριν, κατά τη διάρκεια και μετά από έναν ποδοσφαιρικό αγώνα. Όχι μόνο ξέρουν πώς να συμπεριφερθούν σωστά αλλά επίσης υφίστανται μεγάλη πίεση να συμμορφωθούν σ’ αυτούς τους κανόνες. Αυτού του είδους οι κανόνες που καθορίζονται από μια ομάδα, ονομάζονται νόρμες της ομάδας.

Αν κάποια συγκεκριμένα μέλη δεν συμμορφωθούν με τις νόρμες της ομάδας, ρισκάρουν τον εξορισμό τους απ’ αυτήν. Αυτό μπορεί να είναι μεγάλο χτύπημα γιατί για πολλούς οπαδούς, η ομάδα είναι το μόνο μέρος απ’ όπου παίρνουν μια αίσθηση προσωπικής αξίας και κύρους. Οπότε για να συνεχίσουν να παίρνουν τη στήριξη της ομάδας την οποία χρειάζονται, υφίστανται μεγάλη πίεση για συμμόρφωση προς αυτήν.

Παρότι η συμπεριφορά στα ποδοσφαιρικά γήπεδα μπορεί να φαίνεται χαώδης, ο Marsh πιστεύει ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μια βαθύτερη τάξη την οποία όλοι οι οπαδού κατανοούν και υπακούουν, όπως ακριβώς οι άνθρωποι γενικά συμφωνούν να οδηγούν στη δεξιά ή αριστερή πλευρά του δρόμου και να περιμένουν στη σειρά για να πάρουν εισιτήρια στον κινηματογράφο.

Η επιθετικότητα φαίνεται να είναι μέρος της συμπεριφοράς που απαιτείται από την ομάδα, αλλά είναι ελεγχόμενη, σχεδόν τελετουργική επιθετικότητα μέσα σε ξεκάθαρα όρια. Ο Marsh ισχυρίζεται ότι πρέπει να διαφυλάσσεται η τιμή και ότι η μη υπαναχώρηση, η προβολή αντίστασης, μπορεί να είναι πιο σημαντική από τη νίκη σ’ έναν καυγά ή την πρόκληση σοβαρού τραυματισμού σε οποιονδήποτε άλλο.

Αυτό θυμίζει τις ιδέες του Lorenz περί τελετουργικής επιθετικότητας και κατευναστικών χειρονομιών. Στις μελέτες της συμπεριφοράς των ζώων, ο Lorenz παρατήρησε ότι εκεί που οι διαμάχες είναι συνηθισμένες, η επιθετικότητα σπάνια επιτρέπεται να προχωρήσει μέχρι το θάνατο ενός από τα ζώα. Αντίθετα, ο ηττημένος θα κάνει μια κατευναστική χειρονομία στο νικητή, ο οποίος τότε θα αποσυρθεί.

Η περιγραφή του Marsh είναι μια από τις πολλές που έχουν καταγράψει παρόμοια τελετουργική συμπεριφορά στους ανθρώπους. Η τιμή πρέπει να διαφυλάσσεται και αυτό γίνεται με μικρές μόνο βλάβες. Οι πολεμιστές συνεχίζουν να ζουν για να αγωνιστούν ξανά.

Η κοινωνική τάξη που κατά τον Marsh διέπει τη συμπεριφορά των οπαδών, είναι ιδιαίτερα έκδηλη στην ιεραρχία των διαφορετικών ρόλων που μπορεί να έχουν, από τους “πρωτάρηδες” μέχρι τους “παλικαράδες” και από τους “ερασιτέχνες” μέχρι τους “μεταπτυχιακούς”. Για καθέναν απ’ αυτούς τους ρόλους, υπάρχουν προκαθορισμένοι κανόνες αποδεκτής συμπεριφοράς (αποδεκτής όσον αφορά τους άλλους οπαδούς και όχι από εξωτερικές ομάδες όπως η αστυνομία).

Οι ερασιτέχνες φέρονται εξωφρενικά π.χ. ξεπερνώντας τα όρια στον ξυλοδαρμό ενός άλλου οπαδού. Ο Marsh περιγράφει το ρόλο τους σχεδόν σαν αυτόν που έχουν οι γελωτοποιοί, παρέχοντας διασκέδαση στους άλλους οπαδούς. Ισχυρίζεται ότι η ύπαρξη αυτών των “ερασιτεχνών” αποδεικνύει την ύπαρξη μιας κοινωνικής τάξης. Αν η νόρμα ήταν η απρογραμμάτιστη δράση, τότε οι  “ερασιτέχνες” δεν θα ξεχώριζαν από τους υπόλοιπους. Όμως θεωρούνται από τους άλλους οπαδούς ως αποκλίνοντες από την κοινωνική νόρμα.

Η ισχύς των κανόνων και των ρόλων που διέπουν την ομαδική συμπεριφορά, τεκμηριώνεται καλά και από την Campbell στις περιγραφές που κάνει για την έρευνά της σε συμμορίες κοριτσιών (1981, 1984). 

Η Campbell έδωσε ερωτηματολόγια σε 251 δεκαεξάχρονα κορίτσια από περιοχές εργατικής τάξης σε Βρετανικές πόλεις, συμπεριλαμβάνοντας και 60 κορίτσια από ένα αναμορφωτήριο. Για να συγκεντρώσει πιο λεπτομερείς πληροφορίες, πήρε συνεντεύξεις από ένα δείγμα των κοριτσιών, μέσα σε μικρές ομάδες συζήτησης. Βρήκε ότι κάθε κορίτσι είχε δει κάποιο καυγά και το 89% απ’ αυτές είχαν πάρει μέρος οι ίδιες σ’ έναν καυγά τουλάχιστο, παρότι οι καυγάδες δεν ήταν συχνοί. Τα κορίτσια που έβγαιναν με ανάμεικτες ομάδες από αγόρια και κορίτσια, ήταν πιο πιθανό να έχουν αναμειχθεί σε κάποιον καυγά απ’ αυτά που βρίσκονταν μόνο με άλλα κορίτσια, αλλά οι καυγάδες ήταν υπερβολικοί μεταξύ των κοριτσιών. Οι καυγάδες φαίνεται να πυροδοτούνταν από την προσβολή ενός κοριτσιού από ένα άλλο και κρίνονταν ως αναπόφευκτη αντίδραση για την διατήρηση της αξιοπρέπειας.

Η επιθετικότητα στις γυναίκες και στα κορίτσια, έχει μελετηθεί πολύ λίγο. Οι περισσότερες μελέτες αφορούν την αντρική επιθετικότητα. Ίσως η έμφαση στην αντρική επιθετικότητα προέρχεται από την υπόθεση ότι οι γυναίκες είναι από τη φύση τους, λιγότερο επιθετικές από τους άντρες. Βέβαια πολλοί ψυχολόγοι ισχυρίζονται ότι η κοινωνικοποίηση των αγοριών και των κοριτσιών είναι πολύ διαφορετική, με τα αγόρια να επιβραβεύονται για την επιθετικότητά τους και τα κορίτσια για πιο παθητική, φιλειρηνική συμπεριφορά. Οποιοσδήποτε κι αν είναι ο λόγος, ένα μεγάλος μέρος ερευνών, χρησιμοποιώντας ευρύ φάσμα μετρήσεων, συμπεραίνει ότι οι άντρες είναι πιο επιθετικοί. Κάποιες μελέτες δεν συμπεραίνουν καμία διαφορά και μόνο ένας μικρός αριθμός βρίσκουν τις γυναίκες πιο επιθετικές (Rohner, 1976).

Η Campbell προσπάθησε να εξετάσει τη γυναικεία επιθετικότητα με μεγαλύτερη λεπτομέρεια, για να διαπιστώσει τις ομοιότητες και τις διαφορές της από την αντρική επιθετικότητα. Συγκεκριμένα θέλησε να εκτιμήσει τις επιδράσεις που έχουν οι διαφορετικές εμπειρίες κοινωνικοποίησης αντρών και γυναικών πάνω στην επιθετικότητα και τους κανόνες που διέπουν την έκφραση της αντρικής επιθετικότητας.

Η έρευνά της αποκάλυψε κανόνες που διέπουν τη γυναικεία επιθετικότητα παρόμοιους μ’ αυτούς που βρήκε ο Marsh ανάμεσα στους χούλιγκαν στο ποδόσφαιρο. Τα κορίτσια έπρεπε να μην έχουν πάνω από έναν αντίπαλο κάθε φορά, να μην αναφέρουν τον καυγά σε κάποιο εκπρόσωπο εξουσίας, ούτε να χρησιμοποιούν μπουκάλια ή μαχαίρια. Αυτοί οι κανόνες όριζαν αυτό που θεωρούσαν ως “δίκαιο αγώνα”. Τα κορίτσια του αναμορφωτήριου περιορίζονταν λιγότερο από κανόνες, εκτός από τις απαγορεύσεις σχετικά με την ανάμειξη εκπροσώπων εξουσίας και έβαζαν λιγότερους περιορισμούς στη βλάβη που μπορούσε να προκληθεί σε έναν καυγά. Επίσης ανέφεραν ότι είχαν ενθαρρυνθεί ή εξωθηθεί στο να αντιδρούν επιθετικά, από τις οικογένειές τους.

Φαίνεται λοιπόν ότι αν και είμαστε λιγότερο ενημερωμένοι για τη γυναικεία επιθετικότητα και είναι ένα θέμα που δεν έχει ερευνηθεί το ίδιο καλά, έχει πολλές ομοιότητες με την αντρική επιθετικότητα και μπορεί κατά τον ίδιο τρόπο να αναλυθεί σε σχέση με τους κανόνες και τους ρόλους που τη διέπουν.

Επιθετικότητα μεταξύ διαφορετικών ομάδων

Μέχρι τώρα έχουμε συζητήσει τους παράγοντες που δρουν μέσα σε μια ομάδα και μπορεί να οδηγήσουν στον καθορισμό και την υιοθέτηση κανόνων επιθετικής συμπεριφοράς.

Ωστόσο, το παράδειγμα του χουλιγκανισμού στο ποδόσφαιρο υποδεικνύει μία ακόμα όψη: τη σχέση μιας ομάδας προς άλλες ομάδες. Για τους φιλάθλους του ποδοσφαίρου, η επιθετικότητα κατευθύνονταν αποκλειστικά σχεδόν προς μέλη άλλων ομάδων, συνήθως υποστηρικτές άλλων ποδοσφαιρικών ομάδων αλλά κάποιες φορές και την αστυνομία.

Οι κοινωνικοί ψυχολόγοι έχουν προσπαθήσει να επαληθεύσουν εάν υπάρχει κάτι στην ιδιότητα μέλους σε μια ομάδα, το οποίο οδηγεί αναπόφευκτα σε αισθήματα εχθρότητας προς τα μη-μέλη και ιδιαίτερα προς μέλη άλλων ανταγωνιστικών ομάδων.

Μια σημαντική έρευνα από τον Sherif και τους συνεργάτες του (1966) εξέτασε τις διαδικασίες ανταγωνισμού και συνεργασίας, που κατά την άποψή του διέπουν τις σχέσεις μεταξύ ομάδων. Μέσα στο φυσικό περιβάλλον θερινών κατασκηνώσεων αρρένων στις Η.Π.Α., οι ερευνητές, παρουσιαζόμενοι ως εθελοντές εργάτες της κατασκήνωσης, μελέτησαν τις σχέσεις μεταξύ ομάδων από εντεκάχρονα και δωδεκάχρονα αγόρια που τοποθετούνταν σε διάφορες ομαδικές καταστάσεις. 

Η έρευνα ξεκίνησε μ’ ένα στάδιο στο οποίο τα αγόρια έκαναν διάφορα αθλήματα και εξωτερικές δραστηριότητες της επιλογής τους και ανέπτυσσαν φυσιολογικές φιλίες. Στη συνέχεια, μοιράστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες, ενώ οι φίλοι χωρίστηκαν. Κάθε ομάδα είχε το δικό της υπνωτήριο, έτρωγε και έπαιζε μαζί και πέρασε την πρώτη βδομάδα με διάφορες διασκεδαστικές δραστηριότητες μακριά από την άλλη ομάδα, σχεδιασμένες έτσι ώστε να διεγείρει ένα ισχυρό συναίσθημα συνοχής και συνεργασίας μέσα στη ομάδα. Μέχρι το τέλος της βδομάδας οι ομάδες ήταν πολύ στενά δεμένες σαν οντότητες και είχαν αναπτύξει νόρμες, διοικητικές δομές και ονόματα καθεμιά για τον εαυτό της όπως “Αετοί” και “Κόκκινοι Διάβολοι”.

Μετά απ’ αυτό το στάδιο του σχηματισμού των ομάδων, οι ερευνητές  έφεραν τις δύο ομάδες κοντά. Οργάνωσαν μια σειρά από διαγωνισμούς μεταξύ τω ομάδων βάσει ενός εύρους δραστηριοτήτων, που επέφεραν μια φανερή εχθρότητα μεταξύ τους. Εμφανίστηκαν συνθήματα στους τοίχους, επιδρομές στους κοιτώνες και λεκτικές κατηγορίες μεταξύ των αγοριών όποτε συναντιόνταν.  Η ρύθμιση να συναντιόνται τα αγόρια σε λιγότερο ανταγωνιστικές συνθήκες (όπως να παρακολουθήσουν μια ταινία ή να φάνε όλοι μαζί) δεν μείωσε αυτές τις εκδηλώσεις εχθρότητας.

Σ’ ένα τελικό στάδιο, δόθηκαν στις αντίμαχες ομάδες κάποιοι ανώτεροι στόχοι. Για να επιτύχουν σε διάφορες αποστολές έπρεπε να συνεργαστούν αντί να ανταγωνιστούν μεταξύ τους (π.χ. να νικήσουν μια ομάδα από άλλη κατασκήνωση, να διασώσουν ένα φορτηγό που έφερνε το φαγητό όλων). Μετά από μια σειρά τέτοιων συναντήσεων συνεργασίας, η προηγούμενη εχθρότητα που υπήρχε μεταξύ των ομάδων αντικαταστάθηκε από πιο ευνοϊκές στάσεις και φιλική συμπεριφορά.

Η έρευνα του Sherif ήταν σημαντική γιατί έδειξε ότι, φυσιολογικά αγόρια φέρονταν μεταξύ τους με διαφορετικό τρόπο ανάλογα με το κοινωνικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονταν και πιο συγκεκριμένα, ανάλογα με τους στόχους προς τους οποίους εργάζονταν.

Ο Sherif υποστήριξε ότι τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως τα αισθήματα των αγοριών μεταξύ τους ήταν συνέπεια της σχέσης μεταξύ των δύο ομάδων. Η εχθρότητα και η απέχθεια ήταν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ των ομάδων, ενώ η φιλία και τα καλά συναισθήματα ήταν αποτέλεσμα της ένωσης των ομάδων στην επιδίωξη ενός κοινού στόχου.

Τι μας λέει αυτό για την προκατάληψη και την εχθρότητα μεταξύ ομάδων στην ευρύτερη κοινωνία; Θα περιμέναμε να βρούμε ότι εκεί που οι ομάδες είναι σε πραγματική σύγκρουση, για παράδειγμα στον ανταγωνισμό για λιγοστούς πόρους όπως θέσεις εργασίας, τα μέλη μιας ομάδας θα αισθάνονται εχθρικά προς τα μέλη της άλλης ομάδας. Αυτό μπορεί να τους οδηγήσει στο να μεγαλοποιούν τα καλά χαρακτηριστικά των συνάδελφων μελών μέσα στην ομάδα τους (ενδο-ομαδικά) και να μεροληπτούν εις βάρος των μελών της άλλης ομάδας (εξω-ομαδικά).

Η έρευνα του Sherif θα πρότεινε ότι για να ξεπεραστεί αυτή η εχθρότητα, οι ομάδες πρέπει όχι μόνο να συναντηθούν και να αλληλεπιδράσουν μεταξύ τους σαν ίσοι, αλλά πρέπει να δουλέψουν μαζί για να επιτύχουν έναν ανώτερο σκοπό και αυτό πρέπει να το κάνουν σε διάφορες περιστάσεις γιατί η επίδραση είναι αθροιστική.

Ωστόσο, κάποιοι κοινωνικοί ψυχολόγοι (π.χ. Billig, 1976, Tajfel, 1971) έχουν προτείνει ότι η επιθετικότητα μεταξύ διαφορετικών ομάδων μπορεί να εμφανίζεται ακόμα και όταν δεν υπάρχει πραγματικός ανταγωνισμός μεταξύ τους. Η σχετική έρευνα έχει επαληθεύσει τις ελάχιστες συνθήκες κάτω από τις οποίες δημιουργούνται οι στάσεις απέναντι  σε μια άλλη ομάδα. Σε εργαστηριακές συνθήκες δημιουργούνται minimal ομάδες από ανθρώπους που δεν συνδέονται με κανένα από τα συνήθη χαρακτηριστικά που ενώνουν τους ανθρώπους σε συνεκτικές ομάδες. Κατανέμονται σε ομάδες με βάση π.χ. το χρώμα των ματιών τους ή με κορόνα-γράμματα. Δεν υπάρχει ιστορικό είτε ανταγωνισμού είτε συνεργασίας μεταξύ των ομάδων. Σαν αποτέλεσμα, η αίσθηση κοινωνικής συνοχής μέσα στην ομάδα και επιθετικότητας προς τα μη-μέλη, θα έπρεπε να είναι μικρή.

Στη μελέτη minimal ομάδων των Billig και Tajfel (1973), μόλις δημιουργούνταν οι ομάδες, ζητιόταν από τα μέλη κάθε ομάδας να πάρουν αποφάσεις σχετικά με χρηματικές ανταμοιβές για ανώνυμα μέλη της δικής τους ομάδας και μέλη της άλλης ομάδας. Τα μέλη μπορούσαν να ανταποκριθούν κάνοντας δίκαιη ή τυχαία διανομή ανταμοιβών, ή να μεροληπτήσουν στη δική τους ομάδα ή στην άλλη ομάδα.

Οι περισσότεροι διένειμαν τα χρήματα μεροληπτικά, δίνοντας πιο πολλά σε μέλη της δικής τους ομάδας. Τα αποτελέσματα υπέδειξαν ότι αυτός και μόνος ο προσδιορισμός ενός ατόμου ως μέλος μιας ομάδας είναι αρκετός για να επιφέρει μεροληψία απέναντι σε μια άλλη ομάδα, ακόμα και αν δεν υπάρχουν αντικειμενικοί λόγοι γι’ αυτή τη μεροληψία. 

Φαίνεται λοιπόν ότι ακόμα και αν οι άνθρωποι αρχικά αντιλαμβάνονται ότι έχουν γίνει μέλη μιας ομάδας με βάση κοινότυπα ή ακόμα και τυχαία κριτήρια, απλά και μόνο το γεγονός ότι μπορούν να ταξινομήσουν τον εαυτό τους σαν μέλη αυτής της ομάδας, είναι αρκετό για να κινητοποιήσει διάφορες κοινωνικές διαδικασίες. Για παράδειγμα, μέλη μιας ομάδας μπορεί να μεγαλοποιούν τις καλές ιδιότητες των άλλων μελών της ομάδας τους και να μεροληπτούν σε βάρος  μη-μελών που είναι ίδιοι τύποι ανθρώπων απ’ όλες τις απόψεις.

Αυτή η έμφαση είναι μάλλον διαφορετική απ’ αυτά που πρότεινε ο Sherif, δηλαδή ότι η ταύτιση με τα μέλη της ίδιας ομάδας οφείλεται σε πραγματικό ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών ομάδων.

Η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας των Billig και Tajfel (1979) δίνει έμφαση στη σπουδαιότητα αυτών των κοινωνικών διαδικασιών. Ισχυρίζεται ότι κάθε ομάδα πασχίζει να διατηρήσει μια θετική κοινωνική ταυτότητα έτσι ώστε τα μέλη της να προσδιορίζουν τον εαυτό τους σαν μέλη κοινωνικών κατηγοριών όπως π.χ. γυναίκες, στρατιωτικοί, Σκωτσέζοι. Αυτό ισχύει ακόμα και αν δεν συναντούν συχνά άλλα μέλη αυτής της κοινωνικής κατηγορίας.

Το σημαντικό στην εδραίωση και διατήρηση μιας συγκεκριμένης κοινωνικής ταυτότητας, είναι η σύγκριση με μια εξωτερική ομάδα. Προκειμένου να προαχθεί η κοινωνική ταυτότητα της εσωτερικής ομάδας, οι συγκρίσεις θα τείνουν να γίνονται με ομάδες που είναι λιγότερο ισχυρές ή έχουν μικρότερο κύρος. Τα μέλη μιας ομάδας προσπαθούν να διαφοροποιηθούν από την εξωτερική ομάδα με οποιοδήποτε διαθέσιμο τρόπο. Οι περιγραφές μελών της εξωτερικής ομάδας τονίζουν την ομοιότητα μεταξύ τους και τη διαφορά τους από τα μέλη της εσωτερικής ομάδας, έχοντας σαν αποτέλεσμα τη δημιουργία στερεότυπων. Αυτό σημαίνει ότι, όταν για παράδειγμα οι άνθρωποι ταξινομούνται ως “Μαύροι”, θα θεωρούνται από κάποιους “Λευκούς” ότι έχουν ορισμένα χαρακτηριστικά που είναι “τυπικά” για όλους τους μαύρους και ότι είναι διαφορετικοί (και συνήθως κατώτεροι) από τα μέλη της δικής τους λευκής ομάδας.

Τα ευρήματα από τις minimal ομάδες, όταν δεν εμπλέκονται φυσικές ομαδοποιήσεις, φαίνεται να υποδεικνύουν ότι η επιθετικότητα μεταξύ διαφορετικών ομάδων είναι αναπόφευκτη συνέπεια του διαχωρισμού μεταξύ ενδο-ομάδας και εξω-ομάδας.

Ενώ όπως είδαμε, υπάρχουν πολλά πλεονεκτήματα στο να είσαι μέλος μιας ομάδας, όπως η παροχή υποστήριξης και επιβεβαίωσης για τα πιστεύω των μελών και η ανάπτυξη φιλικών σχέσεων, το αντίτιμο γι’ αυτά είναι μεγάλο όσο αφορά στον ανταγωνισμό μεταξύ διαφορετικών ομάδων. Για να ξεπεραστεί αυτή η επιθετικότητα, δεν είναι αρκετή η συνεργασία των ομάδων σε μια κοινή δραστηριότητα. Χρειάζεται να καταργηθεί ο διαχωρισμός μεταξύ τους, το οποίο δεν είναι καθόλου εύκολο.

Επιπλέον, οι διαδικασίες της κοινωνικής κατηγοριοποίησης, κοινωνικής αναγνώρισης, κοινωνικής σύγκρισης και κοινωνικής διαφοροποίησης, δεν πραγματοποιούνται σε κενό πεδίο. Οικονομικοί και πολιτισμικοί παράγοντες επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο κατηγοριοποιούμε τους ανθρώπους και τη γνώμη που σχηματίζουμε γι’ αυτούς με βάση αυτές τις κατηγορίες.

Το υλικό που παραθέσαμε υποδεικνύει ότι μια γνήσια ομάδα έχει μεγάλη δύναμη πάνω στα μέλη της. Για παράδειγμα, η ανάλυση του Marsh στους χούλιγκαν του ποδοσφαίρου, τονίζει  τους κανόνες που διέπουν τη φαινομενικά τυχαία, επιθετική συμπεριφορά. Οι συμμορίες επιβάλλουν αυστηρά αυτούς τους κανόνες, αναθέτοντας ρόλους στα διάφορα μέλη, οι οποίοι καθορίζουν την αποδεκτή συμπεριφορά. Ο Sherif με τη σειρά του,  είδε την επιθετικότητα μεταξύ ομάδων σαν αποτέλεσμα του ανταγωνισμού μεταξύ τους, που θα μπορούσε να μειωθεί βάζοντας τις ομάδες να συνεργαστούν. Όμως οι μελέτες των minimal ομάδων υποδεικνύουν ότι δεν είναι ο ανταγωνισμός που προκαλεί την επιθετικότητα μεταξύ διαφορετικών ομάδων, αλλά αυτός και μόνο ο διαχωρισμός των ανθρώπων σε μέλη της ίδιας ομάδας και σε μέλη άλλων ομάδων. Τέλος, η θεωρία της κοινωνικής ταυτότητας υπογραμμίζει τις ισχυρές διαδικασίες που εμπλέκονται στη δημιουργία και διατήρηση διακρίσεων μεταξύ ομάδων προκειμένου κάθε ομάδα να διατηρεί μια ξεχωριστή και αρεστή κοινωνική ταυτότητα.

Πηγές

Brown, H. (1996) ‘Themes in Experimental Research on Groups from the 1930s to the 1990s’ in Wetherell, M (ed.) Identities Groups and Social Institutions, London, Sage/The Open University.

Miell, D. (1990) ‘Issues in Social Psychology’ in Roth, I. (ed.) Introduction to Psychology, vol.2, Hove, East Sussex, Psychology Press in association with The Open University.

Wetherell, M. (1996) ‘Group Conflict and the Social Psychology of Racism’ in Wetherell, M (ed.) Identities Groups and Social Institutions, London, Sage/The Open University.

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου MSc Ψυχολογία Υγείας, MBPsS - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr