Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Η επιδραση της ομαδας στην επιθετικότητα του ατομου

Η σχετική έρευνα υποδεικνύει ότι μέσα σε μια ομάδα υπάρχουν ισχυρές πιέσεις για συμμόρφωση προς αυτήν, οι οποίες μπορεί να επιφέρουν επιθετικότητα.  

Γιατί, έχει παρατηρηθεί ότι τα μέλη μιας ομάδας φέρονται εχθρικά απέναντι στα μη μέλη, απλά και μόνο ως αποτέλεσμα της ιδιότητάς τους να είναι μέλη της ομάδας και των πιέσεων που ασκούνται μέσα στην ομάδα για συμμόρφωση. Ο όρος “Συμμόρφωση” αναφέρεται στην πίεση για εναρμόνιση με τις προσδοκίες της ομάδας και αποτελεί επαληθευμένο εύρημα στην έρευνα της κοινωνικής ψυχολογίας.

Η θεωρία της κοινωνικής σύγκρισης, που αναπτύχθηκε από τον Festinger (1954), υποστηρίζει ότι το να είσαι μέλος μιας ομάδας δίνει σημαντικά οφέλη.  Για παράδειγμα, τα μέλη ομάδων με παρόμοιους ανθρώπους μπορούν να πάρουν την υποστήριξη που χρειάζονται σχετικά με τη στάση και τις απόψεις που έχουν για τον κόσμο, όταν διαπιστώνουν ότι αυτές τις συμμερίζονται και άλλοι άνθρωποι. Αν έχουν διαφορετικές στάσεις, τους ασκείται σημαντική πίεση, είτε για να αλλάξουν στάση και να συμμορφωθούν προς την υπόλοιπη ομάδα είτε για να φύγουν απ’ αυτήν.  Πολλοί άνθρωποι φοβούνται μια τέτοια απόρριψη και έτσι πληρώνουν το τίμημα της συμμόρφωσης ώστε να παραμένουν μέλη της ομάδας και να παίρνουν την υποστήριξή της.

Ένα κλασσικό πείραμα στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από τον Asch (1955), επηρέασε πολλές από τις μετέπειτα μελέτες πάνω σε ομάδες. Έδειξε καθαρά την τάση των ατόμων να συμμορφώνονται με τις απόψεις άλλων μελών μιας ομάδας και αποτέλεσε τη βάση για επακόλουθες έρευνες πάνω στην επιθετικότητα και εχθρικότητα μεταξύ διαφορετικών ομάδων.

Ο Asch (1955) επινόησε ένα πρωτότυπο μέσο για να μελετήσει την συμμόρφωση. Ένα άτομο που συμμετείχε στο πείραμα καθόταν σ’ ένα δωμάτιο με άλλους έξι ανθρώπους, δήθεν συμμετέχοντες και αυτοί, αλλά στην πραγματικότητα συνεννοημένοι με τον ερευνητή. Ο Asch είπε στην ομάδα ότι το πείραμα αφορούσε την ακρίβεια αντίληψης και τους έδειξε δύο κάρτες. Στη μια κάρτα υπήρχε μία μόνο γραμμή και στην άλλη υπήρχαν τρεις γραμμές (Α, Β, Γ) με διαφορετικά μήκη, μια από τις οποίες είχε το ίδιο μήκος μ’ αυτή της πρώτης κάρτας. Τους είπε ότι η αποστολή τους ήταν να ταιριάξουν τη γραμμή της πρώτης κάρτας με τη γραμμή του ίδιου μήκους απ’ αυτές της άλλης κάρτας και να αποκριθούν λέγοντας φωναχτά το όνομα της γραμμής που επέλεξαν: A, B ή Γ.

Το ίδιο επαναλήφθηκε αρκετές φορές με διαφορετικά ζεύγη καρτών σε κάθε δοκιμή. Κάθε φορά ο πραγματικός συμμετέχοντας απαντούσε προτελευταίος από την ομάδα, οπότε άκουγε τις απαντήσεις των πέντε συνεννοημένων, πριν δώσει τη δική του. Στις πρώτες δύο δοκιμές, οι  συνεννοημένοι συμμετέχοντες έδιναν τη σωστή απάντηση αλλά στις επόμενες 16, απαντούσαν σωστά μόνο σε 4 περιπτώσεις ενώ στις υπόλοιπες έδιναν συνέχεια λάθος απάντηση, λέγοντας όλοι για παράδειγμα ότι η γραμμή Α της δεύτερης κάρτας είχε το ίδιο μήκος με τη γραμμή της πρώτης κάρτας, ενώ η σωστή γραμμή ήταν η Γ.

Υπήρχαν πολλές διαφορές στα αποτελέσματα, μεταξύ των ατόμων που πήραν μέρος. Περίπου το ένα τέταρτο των πραγματικών συμμετεχόντων αντιστάθηκαν στην πίεση της ομάδας, δίνοντας πάντα τη σωστή απάντηση. Άλλοι προφανώς αρνούνταν αυτά που έβλεπαν με τα μάτια τους και συμμορφώνονταν προς τη λανθασμένη κρίση των άλλων μελών σε κάθε δοκιμή. Οι περισσότεροι συμμετέχοντες ήταν ανάμεσα στις δύο ακραίες καταστάσεις και συμμορφώθηκαν μόνο σε μία ή δύο δοκιμές.

Πολλοί λίγοι από τους συμμετέχοντες που συμμορφώθηκαν, είπαν εκ των υστέρων ότι είχαν πραγματικά δει τη λάθος γραμμή ως σωστή. Άλλοι θεώρησαν ότι η πλειοψηφία είχαν πιθανότατα δίκιο (οι συνεννοημένοι είχαν ήδη αποδείξει την αξιοπιστία τους απαντώντας σωστά στην αρχή του πειράματος) και άλλαξαν συνειδητά την κρίση τους για να ταιριάξει μ’ αυτήν της πλειοψηφίας.

Άλλοι πάλι δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι οι κρίσεις τους ήταν σωστές αλλά συμφώνησαν δημόσια με την πλειοψηφία προκειμένου να αποφύγουν να είναι ‘εκκεντρικοί’. Αυτό μας οδηγεί σε μια σημαντική διάκριση μεταξύ δημόσιας συμμόρφωσης και προσωπικής αλλαγής.  Παρότι η απόκριση όλων αυτών των συμμετεχόντων ήταν ίδια (δηλ. συμμόρφωση προς μια λανθασμένη ομαδική απόφαση), το νόημα αυτής της απόκρισης ήταν εντελώς διαφορετικό για καθεμιά από τις ομάδες συμμετεχόντων. Κάποιοι φάνηκαν να έχουν υποστεί μια πραγματική αλλαγή γνώμης και θεώρησαν ότι η ομαδική απόφαση ήταν σωστή (προσωπική αλλαγή). Άλλοι συμμορφώθηκαν δημόσια προς την ομάδα, αλλά ιδιωτικά, η προσωπική τους γνώμη παρέμεινε αμετάβλητη (δημόσια συμμόρφωση). Το πιθανότερο είναι ότι μετά το πείραμα, χωρίς την παρουσία της ομάδας, αυτοί που είχαν υποστεί προσωπική αλλαγή, θα συνεχίσουν να δίνουν τη λανθασμένη απάντηση, ενώ αυτοί που απλά συμμορφώθηκαν κατά την παρουσία της ομάδας, θα επανέλθουν στη δική τους (σωστή κρίση). 

Η έρευνα του Asch φαίνεται να παρέχει ξεκάθαρη πειραματική απόδειξη για την συμμόρφωση σε μια ομάδα, αλλά κάποιες προσπάθειες που έγιναν να επαναληφθεί η μελέτη, έδειξαν ότι τα πράγματα είναι λίγο πιο περίπλοκα.

Για παράδειγμα, όταν ο Milgram (1961) σύγκρινε Νορβηγούς και Γάλλους σπουδαστές σαν υποκείμενα μελέτης, οι Νορβηγοί έδειξαν μεγαλύτερη συμμόρφωση από τους Γάλλους. Οπότε τα ευρήματα δεν έχουν ισχύ σε κάθε πολιτισμό. (Παρεμπιπτόντως, ο Milgram πίστευε ότι η διαφορά μεταξύ των δύο εθνικοτήτων μπορεί να εξηγηθεί από τη μεγαλύτερη ποικιλομορφία στα στυλ ζωής των Γάλλων, σε αντίθεση με τους Νορβηγούς που είναι λιγότερο ανεκτικοί σε αποκλίσεις).

Το 1974, ο Larsen επανέλαβε το πείραμα του Asch στις Η.Π.Α. αλλά δεν βρήκε τα ίδια αποτελέσματα μ’ αυτόν, προτείνοντας ότι αυτό οφείλονταν στην αλλαγή του κοινωνικού κλίματος στη χώρα με την πάροδο του χρόνου, με τους σπουδαστές στις αρχές της δεκαετίας του 1970 να είναι λιγότερο συγκαταβατικοί απ’ αυτούς στις αρχές της δεκαετίας του 1950.  Στο τέλος της δεκαετίας του 1970, ο βαθμός συμμόρφωσης ανάμεσα στους σπουδαστές στις Η.Π.Α. ήταν πάλι παρόμοιος μ’ αυτόν της δεκαετίας του 1950, αντανακλώντας ίσως το αυξημένο ενδιαφέρον για δουλειά και επαγγελματική σταδιοδρομία που προέκυψε εκείνη την εποχή.

Συνοψίζοντας τις διάφορες προσπάθειες για επανάληψη των ευρημάτων του Asch, ο Nicholson με τους συνεργάτες του (1985) πρότειναν ότι το θεωρητικό και ερευνητικό μοντέλο του Asch “μπορεί να παρέχει έναν χρήσιμο δείκτη διακυμάνσεων στη συνοχή της ομάδας μέσα στην πάροδο του χρόνου και στις μεταβαλλόμενες εθνικές περιστάσεις”.

Το υλικό που παραθέσαμε υποδεικνύει ότι οι ομάδες στις οποίες εντάσσονται οι άνθρωποι κατά περίπτωση, έχουν καθοριστικό ρόλο στην επιθετικότητα που εκδηλώνουν. Είδαμε ότι ασκείται ισχυρή πίεση στα μέλη μιας ομάδας για συμμόρφωση προς τις γενικές προσδοκίες και τις απόψεις της ομάδας. Ειδικότερα, στη μελέτη του Asch, οι άνθρωποι αισθάνονταν την ανάγκη να πουν ότι συμφωνούν με μια (επινοημένη) λάθος απόφαση έτσι ώστε να εναρμονιστούν με μια ομάδα αγνώστων.

Πηγές

Brown, H. (1996) ‘Themes in Experimental Research on Groups from the 1930s to the 1990s’ in Wetherell, M (ed.) Identities Groups and Social Institutions, London, Sage/The Open University.

Miell, D. (1990) ‘Issues in Social Psychology’ in Roth, I. (ed.) Introduction to Psychology, vol.2, Hove, East Sussex, Psychology Press in association with The Open University.

Wetherell, M. (1996) ‘Group Conflict and the Social Psychology of Racism’ in Wetherell, M (ed.) Identities Groups and Social Institutions, London, Sage/The Open University.

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου MSc Ψυχολογία Υγείας, MBPsS - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr