Η κατάθλιψη μερικές φορές διαιρείται κλινικά σε δύο κύριους τύπους. Ο πρώτος τύπος, γνωστός ως Κλινική ή Ενδογενής Κατάθλιψη, έχει μια διαρκή επίδραση και παρουσία στον πάσχοντα.
Ο δεύτερος τύπος, που αναφέρεται ως Αντιδραστική ή Επεισοδιακή Κατάθλιψη, συνήθως πυροδοτείται από ένα σημαντικό στρεσογόνο γεγονός της ζωής. Σύμφωνα με το ψυχιατρικό Διαγνωστικό και Στατιστικό Εγχειρίδιο των Ψυχικών Διαταραχών (DSM IV), η κατάθλιψη αποκαλείται επίσης Δυσθυμία όταν ένα ενήλικο άτομο βιώνει συνήθως μια καταθλιπτική διάθεση ή συναίσθημα που επηρεάζει τη ζωή του, τις περισσότερες ημέρες για τουλάχιστον 2 χρόνια.
Σύμφωνα με τον ιδρυτή της Βιοενεργητικής Ανάλυσης Alexander Lowen, η κατάθλιψη εκδηλώνει τα βασικά της συμπτώματα τόσο στο σώμα όσο και στο ψυχονοητικό πεδίο. Τα ψυχονοητικά συμπτώματα περιλαμβάνουν αίσθηση αβοηθησίας στη ζωή, αίσθηση κούρασης -σε βαθμό ακινητοποίησης, αίσθημα κόπωσης παρά το ότι κοιμάται όλο και περισσότερο, πολυάσχολο μυαλό που έχει την τάση να μηρυκάζει ή να σκέφτεται συνεχώς κάποιο ζήτημα του παρελθόντος που παραμένει άλυτο, αφηρημάδα, έντονη συναισθηματικότητα, επιθετικότητα που ακολουθείται από κλάματα, απόσυρση από τη ζωή και τους άλλους σε μια απόλυτη «μαυρίλα».
Στο σώμα υπάρχει μια βιωμένη αίσθηση βάρους και λήθαργου, αδεξιότητας, κόπωσης που ο ύπνος δεν αποκαθιστά, ένταση στους μυς. Επίσης, διαταραχές στον ύπνο όπου το σώμα δεν αφήνει το άτομο να κοιμηθεί, οι οποίες μπορεί να οδηγήσουν σε μια μορφή υπερκινητικότητας που ακολουθείται από κατάρρευση στην κατάσταση κούρασης και πάλι.
Η έρευνα του Δρ. Ludger Tebartz Van Elst (European Archives of Psychiatry and Clinical Neuroscience, 01/2015) έδειξε ότι η κατάθλιψη επιδρά στα μάτια καθιστώντας δυσκολότερη την ανίχνευση ασπρόμαυρων αντιθέσεων, όπως περίπου συμβαίνει με τη μείωση της στάθμης αντίθεσης σε μια τηλεόραση. Ως αποτέλεσμα, οι καταθλιπτικοί ασθενείς αναφέρουν ότι ο κόσμος τους φαίνεται πιο γκρίζος και πράγματι ένα από τα κλασικά συμπτώματα που έχουν αναφερθεί από ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη, σε όλες τις ηλικίες και σε όλους τους πολιτισμούς, είναι ότι περιγράφουν μια βιωμένη αίσθηση σκοταδιού, μια μαύρη ή γκρι ομοιομορφία. Ο αμφιβληστροειδής του ματιού τους βρέθηκε ότι δεν είναι σε θέση να μετατρέψει σωστά τα σήματα φωτός σε νευρικά μηνύματα στην περιοχή αντιθετικών χρωμάτων και έτσι παράγεται ένα ανιαρό αποτέλεσμα. Με τη σειρά του, αυτό επηρεάζει τη διάθεση και την αντίληψη της υποκειμενικής εμπειρίας του πάσχοντος για τον κόσμο του και στη συνέχεια αυτό μπορεί να επηρεάσει αρνητικά τις γνωστικές λειτουργίες του. Το καίριο ζήτημα εδώ είναι ότι η κατάθλιψη είναι ένα σωματο-ψυχο-νοητικό ζήτημα που πρέπει να αντιμετωπίζεται τόσο με γνωσιακή όσο και με σωματική προσέγγιση.
Υπάρχει επίσης μια αποδεδειγμένη σχέση μεταξύ της σωματο-ψυχο-νοητικής μας δομής και της αλληλεπίδρασης που έχει με το περιβάλλον μας στη διαμόρφωση της κατάθλιψης. Η έλλειψη ηλιακού φωτός σε συνδυασμό με κρύο καιρό, γκρίζο ουρανό και μειωμένη κίνηση του σώματος, μπορεί να πυροδοτήσει συμπεριφορικές, ψυχολογικές και βιολογικές αλλαγές που επηρεάζουν τη διάθεσή μας. Αυτό ονομάζεται συνήθως Εποχική Συναισθηματική Διαταραχή (ΕΣΔ) ή Εποχική Κατάθλιψη και σε ορισμένες χώρες του Βορρά, όπως η Ρωσία και η Ιρλανδία, λαμβάνεται σοβαρά υπόψη στο χειμερινό τρόπο ζωής τους. Ωστόσο, αν στην εποχική κατάθλιψη υπάρχει συνεχιζόμενη χαμηλή ενέργεια και διάθεση, αυτό μπορεί να προκαλέσει την έναρξη κανονικής κατάθλιψης.
Ο εγκέφαλός μας έχει μια επίφυση που είναι ευαίσθητη στο φως και χρησιμοποιεί δέσμες φωτός από τα μάτια για να ρυθμίσει τον κιρκάδιο ρυθμό μας (μια οποιαδήποτε βιολογική διαδικασία που παρουσιάζει ενδογενή περιοδική μεταβολή στη διάρκεια ενός 24ώρου). Ο κιρκάδιος ρυθμός ουσιαστικά επηρεάζει παρορμήσεις όπως ο ύπνος και το ξύπνημα και πολλούς πυροδοτητές ορμονικών εκκρίσεων που χρειαζόμαστε για βέλτιστη υγεία. Γι’ αυτό συνιστάται όλοι να δεχόμαστε 30 λεπτά έως μία ώρα ηλιακού φωτός το χειμώνα και να εξασφαλίζουμε ότι είναι φωτεινό κατά τη διάρκεια της ημέρας το σπίτι ή ο χώρος εργασίας μας. Η ΕΣΔ εξηγείται εν μέρει από το γεγονός ότι η ανεπάρκεια φωτός προκαλεί τον εγκέφαλο να αυξήσει την παραγωγή του νευροδιαβιβαστή μελατονίνη που προκαλεί ύπνο, μειώνοντας ταυτόχρονα το νευροδιαβιβαστή καλής διάθεσης σεροτονίνη, που είναι συχνά χαμηλός σε πάσχοντες από κατάθλιψη.
Σύμφωνα με ερευνητές τραύματος όπως η Pat Ogden, η κατάθλιψη επηρεάζει την κατάσταση του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ΑΝΣ) και οδηγεί τον πάσχοντα να ζει σε μια κατάσταση «πάλης ή φυγής» όπου επικρατεί το συμπαθητικό νευρικό σύστημα. Σ’ αυτή την κατάσταση, εκδηλώνονται όλα τα σωματο-ψυχο-νοητικά συμπτώματα που αναφέραμε παραπάνω, επειδή ο εγκέφαλος μας αναγκάζει να είμαστε σε μια πρωτόγονη κατάσταση «επιβίωσης» που περιλαμβάνει ανησυχία, επαγρύπνιση και ιδανικά δεν θα ‘πρεπε να διατηρείται για μεγάλο χρονικό διάστημα, σύμφωνα με τον υπάρχοντα εξελικτικό σχεδιασμό του σώματός μας.
Η κατάσταση «πάλης ή φυγής» έχει σχεδιαστεί για να λύνεται γρήγορα και όχι για να διατηρείται επ' αόριστον. Ωστόσο, πολλοί άνθρωποι μπαίνουν σε αυτή την κατάσταση ύπαρξης αλλά το περιβάλλον τους ή η αντίληψη που έχουν για την ασφάλειά τους στο περιβάλλον τους, τους κρατά στην κατάσταση «πάλης ή φυγής» και έτσι αρχίζουν να εκδηλώνουν ανησυχία και στη συνέχεια κάποιοι πέφτουν σε κατάθλιψη. Η απόδειξη γι’ αυτό είναι ότι, ιατρικά αναγνωρίζεται ότι κάθε άτομο που έχει κατάθλιψη έχει υποκείμενο άγχος αλλά δεν παθαίνουν κατάθλιψη όλοι όσοι έχουν άγχος. Ο Alexander Lowen επισημαίνει ότι το άγχος είναι μια θεμελιώδης συνθήκη για την εκδήλωση της κατάθλιψης, δεδομένου ότι αντιπροσωπεύει τη βασική σωματο-ψυχο-νοητική κατάσταση που βιώνεται όταν κάποιος είναι σε «μάχη ή φυγή».
Όταν ένα άτομο είναι σε μια διαρκή κατάσταση «πάλης ή φυγής», ο εγκέφαλος μέσω της αμυγδαλής, αρχίζει να επηρεάζει τον άξονα υποθαλάμου-υπόφυσης-επινεφριδίων (ΥΥΕ). Η λειτουργία αυτής της κύριας ομάδας αδένων και του εγκεφάλου, απελευθερώνει βασικές ορμόνες που σχετίζονται με τη διάθεση, πρωτεΐνες και χημικές ουσίες στο σώμα, που στη συνέχεια δημιουργούν τη βάση για τα σωματο-ψυχο-νοητικά συμπτώματα που περιγράψαμε προηγουμένως.
Δύο κυρίαρχες ουσίες σ’ αυτή τη διαδικασία είναι η ντοπαμίνη και η σεροτονίνη, που σύμφωνα με ιατρικές μελέτες, έχουν χαμηλά επίπεδα στους πάσχοντες από κατάθλιψη. Η κατάσταση «πάλης ή φυγής» προκαλεί τον άξονα ΥΥΕ να καταστείλει την παραγωγή αυτών των δύο βασικών ουσιών, καθώς και άλλων ουσιών όπως οι ενδορφίνες, που συμβάλλουν καθοριστικά στη θετική διάθεση.
Στις μέρες μας, η κατάθλιψη αντιμετωπίζεται θεραπευτικά κυρίως μέσω της Συμβουλευτικής ή Γνωσιακής Συμπεριφορικής Θεραπείας (CBT), σε συνδυασμό με τη χορήγηση μιας σειράς φαρμάκων που ρυθμίζουν τη διάθεση (αντικαταθλιπτικά, κατασταλτικά, σταθεροποιητές κοκ.).
Η βασική κατηγορία αντικαταθλιπτικών που χρησιμοποιούνται είναι οι «εκλεκτικοί αναστολείς επαναπρόσληψης της σεροτονίνης» (SSRIs), αντανακλώντας ακριβώς αυτή την προσέγγιση. Η λογική πίσω από τη χορήγηση αυτών των φαρμάκων είναι ότι το άτομο που παίρνει αυτό το φάρμακο δεν παράγει αρκετή σεροτονίνη, οπότε ένας τρόπος για να αντισταθμιστεί αυτό είναι να σταματήσει η φυσική διαδικασία απορρόφησης της σεροτονίνης από την κυκλοφορία του αίματος (η διαδικασία επαναπρόσληψης).
Η προσέγγιση αυτή αντιμετωπίζει μόνο τα συμπτώματα του προβλήματος και όχι την κατάσταση «πάλης ή φυγής» του ατόμου, που δημιουργεί εξαρχής αυτό το πρόβλημα. Ερευνητές τραύματος όπως η Pat Ogden επισημαίνουν ότι η Γνωσιακή Συμπεριφορική Θεραπεία είναι κι αυτή μια ορθολογική μορφή θεραπείας αφού επιδρά στον μετωπιαίο λοβό του εγκεφάλου, η οποία βοηθάει σε σχέση με τις νοητικές στρεβλώσεις των πασχόντων αλλά δεν επιδρά στο μεταιχμιακό ή «συναισθηματικό» σύστημα του εγκεφάλου από όπου το ΑΝΣ παίρνει το ερέθισμα για την εναλλαγή μέσα και έξω από την κατάσταση «πάλης ή φυγής».
Αυτή η συνήθης ιατρική προσέγγιση στην κατάθλιψη, περιορίζει το άτομο να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή και να κάνει Συμβουλευτική ή Ψυχοθεραπεία για μεγάλες χρονικές περιόδους ή ίσως για όλη του τη ζωή, συχνά χωρίς να αντιμετωπίζει το βασικό υποκείμενο σωματο-ψυχο-νοητικό σύστημα που δημιουργεί κατά κύριο λόγο την κατάσταση.
Έρευνες γύρω από το τραύμα και τις νευροεπιστήμες από τον Joe Dispenza και άλλους, δείχνουν ότι καθώς οι πάσχοντες από άγχος και κατάθλιψη μένουν σε λειτουργία «πάλης ή φυγής» για όλο και μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, ο άξονας ΥΥΕ αρχίζει να καταρρέει και να εκδηλώνει καταναγκασμό και στη συνέχεια ασθένεια. Ο άξονας ΥΥΑ στο σώμα μας, έχει σχεδιαστεί για να ζούμε σε κατάσταση «πάλης ή φυγής» ή σε κατάσταση «έκρηξης» για σύντομες χρονικές περιόδους και όχι ως τρόπο ζωής. Οι αδένες του άξονα ΥΥΑ στη φάση «έκρηξης» παράγουν βασικές ορμόνες όπως η κορτιζόλη και η αδρεναλίνη σύμφωνα με τις απαιτήσεις αλλά όταν καλούνται να συνεχίσουν να τις παράγουν σε μια μακροχρόνια συνεχή βάση, αυτοί οι αδένες οδηγούνται σε μια μορφή εξουθένωσης. Η εξάντληση των επινεφριδίων, ο υπερδραστήριος ή υποδραστήριος θυρεοειδής και μερικές μορφές ημικρανίας, είναι παραδείγματα αυτής της απαίτησης στον άξονα ΥΥΕ.
Αντίστροφα, στην κατάσταση «πάλης ή φυγής» του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος, ο άξονας ΥΥΕ καταστέλλει επίσης κάποιες βασικές ορμόνες, όπως η σεροτονίνη, η ντοπαμίνη και ορισμένες ενδορφίνες, στις οποίες στηριζόμαστε για την καλή διάθεση και σωματο-ψυχο-νοητική υγεία, με τον ίδιο τρόπο κάτω από τις ίδιες συνθήκες. Η μακροχρόνια καταστολή καθεμιάς απ’ αυτές τις χημικές ουσίες στο σώμα έχει μια αιτιώδη συνάφεια με την κατάθλιψη, όπως φαίνεται από τη χρήση των φαρμάκων τύπου SSRI στην θεραπευτική αντιμετώπιση της κατάθλιψης.
Ζώντας σε κατάσταση «πάλης ή φυγής», το επιβαρυμένο σώμα στη συνέχεια επηρεάζει αρνητικά τη διάθεση, τα συναισθήματα, τη συγκέντρωση, τη γνωστική λειτουργία ή τις διεργασίες της σκέψης, που όλα αποτελούν μέρος αυτού που χρειάζεται ένα άτομο για να λειτουργεί καλά στη ζωή του. Το σώμα και το μυαλό λειτουργούν μαζί, όχι χώρια και εκδηλώνουν τα αποτελέσματα του να ζεις σε κατάσταση «πάλης ή φυγής» για πολύ καιρό. Η έρευνα δείχνει ότι η κατάθλιψη που δεν αντιμετωπίζεται θεραπευτικά, μπορεί να είναι ένα έναυσμα για άλλες σωματικές ασθένειες. Σύμφωνα με ερευνητικά δεδομένα, η κατάθλιψη μπορεί να διπλασιάσει τον κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου του Alzheimer στον πάσχοντα. Επίσης είναι γνωστό ότι η κατάθλιψη είναι συνήθης στα πρώιμα στάδια της άνοιας.
Δεδομένου λοιπόν ότι η κατάθλιψη είναι μια σωματο-ψυχο-νοητική κατάσταση, είναι απαραίτητο να αντιμετωπίζεται θεραπευτικά και στα τρία επίπεδα: σώμα, συναίσθημα, σκέψη. Οι -κατά βάση- ομιλητικές ψυχοθεραπευτικές προσεγγίσεις συνήθως δεν συμπεριλαμβάνουν το σωματικό επίπεδο του ατόμου στην θεραπευτική διαδικασία. Επικεντρώνονται κυρίως στις γνωστικές, συναισθηματικές και συμπεριφορικές συνιστώσες της κατάστασης που επιβαρύνει το άτομο. Όμως, είναι πλέον κοινά αποδεκτό ότι το σώμα είναι άμεσα συνδεδεμένο με τη σκέψη και τα συναισθήματα. Γι’ αυτό, είναι πολύ σημαντικό να χρησιμοποιούνται τεχνικές που αυξάνουν την επίγνωση του σώματος και της άμεσης σχέσης που έχει με τη σκέψη και το συναίσθημα, όσον αφορά στην αποκατάσταση των παθολογικών συμπτωμάτων. Ειδικότερα για την κατάθλιψη, η ψυχοθεραπευτική αντιμετώπιση χρειάζεται να επιδράσει ολιστικά στο άτομο ώστε να μπορέσει να καταστείλει τη σχεδόν μόνιμη επικράτηση του Συμπαθητικού Νευρικού Συστήματος, ενισχύοντας παράλληλα την λειτουργία του Παρασυμπαθητικού Νευρικού Συστήματος.
Στη σωματική ψυχοθεραπευτική προσέγγιση, το άτομο μαθαίνει να μεταφέρει την εστίασή του προς το σώμα του, να έχει επίγνωση όσων συμβαίνουν σ’ αυτό και να μην απορροφάται από τις νοσηρές σκέψεις. Το σώμα «επανεκπαιδεύεται» να ζει περισσότερο σε κατάσταση ηρεμίας και χαλάρωσης, το οποίο είναι πολύ ευεργετικό και καθοριστικό για την αποκατάσταση των καταθλιπτικών συμπτωμάτων (και όχι μόνο). Η «ενσώματη» κατάσταση ύπαρξης μας βοηθά να ζούμε στο «εδώ και τώρα», να είμαστε «παρόντες» και κυρίως απαλλαγμένοι από διασπαστικές αρνητικές σκέψεις και άγχη.
Παράλληλα, χρησιμοποιώντας αναλυτική και συμπεριφορική επεξεργασία, στη σωματική ψυχοθεραπεία ασχολούμαστε με τη διαστρεβλωμένη αντίληψη της πραγματικότητας, τα τραύματα και τα γεγονότα που συχνά αποτελούν τη βάση και πυροδοτούν τις καταθλιπτικές διαταραχές.
Δουλεύουμε με τη «γείωση» του ατόμου στο παρόν (στην τρέχουσα πραγματικότητα), με τη συναισθηματική του κατάσταση, την ενεργειακή του κατάσταση και το απωθημένο υλικό που υπάρχει πίσω από την κατάρρευση, το άγχος και άλλα καταθλιπτικά συμπτώματα. Πολλοί καταθλιπτικοί ασθενείς έχουν ανεπίλυτα γονεϊκά ζητήματα, όπως έλλειψη αγάπης, γονική αμφιθυμία, χαοτικές ή εθιστικές γονεϊκές συμπεριφορές από την παιδική ηλικία και τα οποία μπορεί να επανενεργοποιήθηκαν στην ενήλικη ζωή από συνθήκες παρόμοιες με αυτές των πρώιμων τραυματικών εμπειριών. Ένα τραυματικό γεγονός μπορεί επίσης να οδηγήσει μακροπρόθεσμα σε κατάθλιψη.
Επιπλέον, πολλοί πάσχοντες έχουν ένα μη βιώσιμο τρόπο ζωής και συνηθειών που τους απομονώνουν από τους άλλους, από τη ζωή και τον εσωτερικό τους εαυτό. Συχνά, χρειάζεται να δούμε την κατάθλιψη ως ένα κάλεσμα για ανανέωση του εαυτού μας, για να βρούμε νόημα και πλαίσιο για την ύπαρξή μας και να εμβαθύνουμε μέσα μας και με τον έξω κόσμο. Η κατάθλιψη αποτελεί μια συστολή, ένα κλείσιμο, μια παραίτηση, ένα μέρος απελπισίας. Η καταθλιπτικοί άνθρωποι είναι θυμωμένοι, θυμωμένοι με τη ζωή και το ρόλο τους σε αυτή. Ο θυμός της κατάθλιψης έχει στραφεί προς τα μέσα, ενάντια του εαυτού και βασανίζει τον πάσχοντα αφήνοντάς τον σε μια κατάσταση θύματος. Με μια σωματο-ψυχο-νοητική προσέγγιση, αυτή η κατάσταση αποκαθίσταται σταδιακά και αναδύεται ξανά η θετικότητα, η περιέργεια και η ελπίδα της ζωής, καθώς εδραιώνεται η ανανέωση του ατόμου.
Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου
Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου MSc Ψυχολογία Υγείας, MBPsS - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr