Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Η λίμνη με τα χρυσά ψάρια

Ήταν μια φορά κι έναν καιρό ένας νέος, ολομόναχος στον κόσμο, που τον έλεγαν Ιγκόρ. Ο νέος αυτός είχε ένα πολύ μεγάλο ελάττωμα. Ήταν τεμπέλης. Δεν του άρεσε να κάνει καμιά δουλειά και ζούσε σε βάρος των άλλων. 

Τα καλοκαίρια που ήταν καλός ο καιρός έμπαινε στα δάση και έτρωγε διάφορα φρούτα. Κοιμόταν συνέχεια και σηκωνόταν μόνο όταν ήθελε να φάει. Το χειμώνα όμως τα πράγματα γινόταν πολύ δύσκολα, γιατί όλη η χώρα ντυνόταν στο χιόνι. Κατέβαινε τότε στα χωριά και τις πόλεις και ζούσε από την ελεημοσύνη των κατοίκων τους. Τα βράδια έβρισκε καμιά ζεστή φωλιά στους αχυρώνες και βολευόταν για ύπνο. Αρκετές φορές όμως, όταν οι άνθρωποι ήταν αφιλόξενοι, υπόφερε από το τρομερό κρύο.

Ένα χειμωνιάτικο βράδυ, κάποιος καλός χριστιανός του άνοιξε την πόρτα του αχυρώνα του να κοιμηθεί και του έδωσε λίγο φαγητό και ένα μπουκάλι κρασί. Έφαγε με όρεξη ο Ιγκόρ, ήπιε σχεδόν όλο το μπουκάλι το κρασί, ζεστάθηκε και χώθηκε στο σανό για ύπνο.

Εκείνο το βράδυ είδε ένα παράξενο όνειρο. Παρουσιάστηκε μπροστά του μια όμορφη γυναίκα και του είπε: «Εγώ είμαι η τύχη σου. Άκουσε τη συμβουλή μου και δε θα χάσεις. Να βρεις ένα καλάμι ψαρέματος και να πας να ψαρέψεις στη λίμνη με τα χρυσά ψάρια. Μόνο όταν βγάλεις τα χρυσά ψάρια από τη λίμνη, θα γίνεις πλούσιος κι ευτυχισμένος».

Ξύπνησε το πρωί ο Ιγκόρ και θυμήθηκε αμέσως το όνειρο. «Η λίμνη με τα χρυσά ψάρια», είπε με το νου του. Ποιος ξέρει πού να βρίσκεται. Για να έχει χρυσά ψάρια, σίγουρα δεν θα την ξέρει κανείς. Πώς θα τη βρω όμως; Πρέπει σε κάθε λίμνη που θα συναντώ μπροστά μου να κάθομαι και να ψαρεύω. Στο τέλος μπορεί να σταθώ τυχερός και να βρω τα χρυσά ψάρια».

Ευτυχώς που το ψάρεμα είναι μια ευχάριστη και καθόλου κουραστική απασχόληση. Γιατί αν επρόκειτο για δουλειά… ο τεμπέλης ο Ιγκόρ δεν εσκόπευε να κουνήσει τα χέρια του!

«Μήπως σου βρίσκεται κανένα καλάμι ψαρέματος;» παρακάλεσε τον καλό χωρικό που τον είχε φιλοξενήσει. Εκείνος ήταν τόσο καλός, που του χάρισε ένα καλάμι και μερικά αγκίστρια. Κι επειδή ο Ιγκόρ δεν είχε ιδέα από ψάρεμα, του έδωσε όλες τις απαραίτητες συμβουλές.

Έτσι, με το καλάμι στο χέρι ο Ιγκόρ ξεκίνησε στην τύχη. Όταν συναντούσε καμιά λίμνη μπροστά του, σταματούσε, έβαζε στο αγκίστρι κανένα σκουλικάκι για δόλωμα και καθόταν στην όχθη να ψαρέψει. Έπιανε συνέχεια ψάρια, αλλά κανένα από αυτά δεν ήταν χρυσό. Άναβε τότε φωτιά, τα έψηνε κι αφού χόρταινε, ξεκινούσε να βρει κάποια άλλη λίμνη.

Ύστερα από αρκετές μέρες συνάντησε μια όμορφη και μεγάλη λίμνη, ανάμεσα στα ψηλά βουνά. Οι κάτοικοι των γύρω χωριών ήταν αγρότες και κτηνοτρόφοι και δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ τους με το ψάρεμα. Κάθισε στην όχθη της ο Ιγκόρ, έβαλε δόλωμα στο καλάμι του και περίμενε. Ο ήλιος κόνευε να βασιλέψει. Είχε σκοπό να κοιμηθεί κάπου εκεί γύρω και το πρωί να συνεχίσει το ψάρεμα.

«Ποιος ξέρει, μπορεί αυτή τη φορά να σταθώ τυχερός», σκέφτηκε.

Το καλάμι του άρχισε να κουνιέται. Κάποιο ψάρι είχε τσιμπήσει. Το σήκωσε ψηλά και στο αγκίστρι του είδε να σπαρταράει ένα χρυσό ψάρι! Βέβαια, στην πραγματικότητα ήταν ένα κόκκινο ψάρι και καθώς το χτυπούσαν οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζε με χρυσό.

Τρελάθηκε από τη χαρά του ο Ιγκόρ. Επιτέλους βρήκε τη λίμνη με τα χρυσά ψάρια! Αλλά, καθώς άρχισε να τραβάει ανυπόμονος την κλωστή, κόπηκε το αγκίστρι και το ψάρι χάθηκε στο βάθος της λίμνης!

«Δεν πειράζει» είπε με το νου του. «Έχω πολλά αγκίστρια». Με το που έριξε το δεύτερο αγκίστρι, έπιασε αμέσως ένα μεγάλο ψάρι. Αλλά δεν ήταν χρυσό. Φαίνεται πως δεν ήταν όλα τα ψάρια της λίμνης χρυσά. Να και δεύτερο ψάρι και τρίτο… Έβγαζε συνέχεια ψάρια. Ποιος ξέρει πού να κρύβονται τα χρυσά. Σε μια στιγμή τον πλησίασε ένας χωρικός και τον ρώτησε αν πουλάει τα ψάρια.

- Τα πουλάω, του απάντησε ο Ιγκόρ.

Ο χωρικός του έδωσε μερικά ρούβλια και πήρε τα ψάρια. Στο μεταξύ νύχτωσε και ο Ιγκόρ σταμάτησε το ψάρεμα. Με την ανατολή του ήλιου στρώθηκε πάλι στην όχθη. Συνέχεια τσιμπούσαν τα ψάρια αλλά κανένα δεν ήταν χρυσό. Ο Ιγκόρ όμως δεν απογοητευόταν. Συνέχισε το ψάρεμα. Το μεσημέρι ήρθαν μερικοί χωρικοί κι αφού θαύμασαν το σωρό των ψαριών, του τ’ αγόρασαν όλα. Χάρηκε που γέμισε την τσέπη του ρούβλια και το απόγευμα πήγε στο χωριό και αγόρασε πολλά τρόφιμα και κρασί.

Την Τρίτη μέρα έβγαλε πάρα πολλά ψάρια αλλά κανένα χρυσό. Ωστόσο ο Ιγκόρ συνέχισε με πείσμα. Στο μεταξύ οι χωρικοί και του τ’ αγόραζαν αμέσως. Και του έλεγα ότι τα ψάρια ήταν πεντανόστιμα. Περνούσαν οι μέρες, ο Ιγκόρ συνέχισε το ψάρεμα και τα ρούβλια όλο και πλήθαιναν. Αλλά τα χρυσά ψάρια είχαν γίνει άφαντα. Και οι κάτοικοι της περιοχής, όλο και πιο πολλοί, έρχονταν να τον παρακαλέσουν να τους πουλήσει τα ψάρια. Μια μέρα μάλιστα ήρθε κι ένας αξιωματικός από το παλάτι ν’ αγοράσει ψάρια για το βασιλιά.

Ο Ιγκόρ, για να ικανοποιήσει όλους τους πελάτες του που όλο και πλήθαιναν, αποφάσισε ν’ αγοράσει και άλλα καλάμια. Έπειτα αγόρασε μια βάρκα και από το βάθος της λίμνης έβγαλε μεγάλα και λαχταριστά ψάρια…

Μια μέρα που έτυχε να ψαρέψει ένα κόκκινο ψάρι, θυμήθηκε τα χρυσά ψάρια του ονείρου. Κι είπε με το νου του: «Μήπως κι αυτά τα ψάρια που βγάζω δεν είναι χρυσά, αφού κερδίζω τόσα χρήματα;». Κατάλαβε τότε ποιο ήταν το νόημα της συμβουλής που του έδωσε εκείνη η γυναίκα στο όνειρό του. Ότι η δουλειά αξίζει όσο το χρυσάφι. Τον παράσυρε με τρόπο ώστε ν’ αρχίσει να εργάζεται. Ο Ιγκόρ κούνησε το κεφάλι του και χαμογέλασε ικανοποιημένος.

«Τι κουτός που ήμουνα τόσα χρόνια», σκέφτηκε. «Με τη δουλειά γεμίζω τις ημέρες μου, γίνομαι χρήσιμος στον εαυτό μου και τους άλλους, δε γίνομαι βάρος σε κανένα, κερδίζω πολλά χρήματα και είμαι ευτυχισμένος… Ναι, αυτά είναι τα χρυσά ψάρια… Η δουλειά…»

Και ο Ιγκόρ συνέχισε να ψαρεύει, παντρεύτηκε μια καλή κοπέλα που τον βοηθούσε κι αυτή στο ψάρεμα κι έζησε ευτυχισμένος ως τα βαθιά γεράματά του.

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Από το βιβλίο “Ρώσικα παραμύθια του παλιού καιρού”, εκδόσεις Στρατίκη