Συναίσθημα
Η ψυχαναλυτική έννοια της αναπτυξιακής παύσης υποθέτει ότι τα γνωστικά και συμπεριφοριστικά μέσα, όπως επίσης και η μορφή των συναισθηματικών εκφράσεων είναι με κάποιο σημαντικό τρόπο παγωμένα στο σημείο της σοβαρής ματαίωσης από το περιβάλλον.
Ετσι, στη κλασσική περίπτωση του «βρέφους που δεν αγαπήθηκε», υπάρχει μια παύση στην συμβιωτική περίοδο και σε κάποιες περιπτώσεις, ακόμα και στην αυτιστική περίοδο, στις οποίες μπορεί το βρέφος να παλινδρομήσει ως άμυνα (Johnson, 1994). Οπότε, στο πεδίο των αισθήσεων ή συναισθημάτων, ο κλασσικός σχιζοειδής χαρακτήρας μπορεί να χαρακτηριστεί από βασικά, συχνά ασυνείδητα, αισθήματα τρόμου και οργής ως αποτέλεσμα ενός απειλητικού για τη ζωή, περιβάλλοντος. Ο τρόμος μπορεί να εκφράζεται σε μια ποικιλία από συμπτώματα, που περιλαμβάνουν άγχος και κρίσεις πανικού, σε καταστάσεις που γίνονται αντιληπτές ως απειλητικές. Τα απειλητικά ερεθίσματα δεν είναι απαραίτητο να βιώνονται συνειδητά ως τέτοια και το άτομο μπορεί να αγνοεί παντελώς τη φύση των ερεθισμάτων που πυροδοτούν αυτή την εμπειρία. Αλλά, τουλάχιστον σ’ ένα ασυνείδητο επίπεδο, τα ερεθίσματα απελευθερώνουν την αντίδραση του τρόμου. Ο τρόμος μπορεί να περιορίζεται σε φοβίες. Σε πιό συνειδητά άτομα μπορεί να γίνεται αντιληπτός ως γενικευμένο άγχος ή ένταση ειδικά σε κοινωνικές καταστάσεις και στενές σχέσεις. Μπορεί να υπάρχει μια γενική έκφραση ανησυχίας ή έλλειψης προσαρμογής στον κόσμο και ακόμα και μια αίσθηση ανυπαρξίας οποιασδήποτε σύνδεσης μ’ αυτόν.
Σ’ αυτούς που βιώνουν τη σχιζοειδή κατάσταση, αλλά την αντιμετωπίζουν πιο ολοκληρωμένα, η απουσία οποιουδήποτε πραγματικά αυθόρμητου συναισθήματος και ένας μηχανιστικός τρόπος αυτο-έκφρασης, είναι χαρακτηριστικά γνωρίσματα. Μπορεί να υπάρχει υπερ-εκλογίκευση και μια τάση να βλέπουν αυτούς που είναι συναισθηματικοί ως παράλογους, εκτός ελέγχου ή τρελούς. Μπορεί να υπάρχει μια συνεπακόλουθη ποιότητα “σαν να ήταν”, στην έκφραση των αισθημάτων, σχεδόν σαν το άτομο να παίζει άσχημα έναν αναμενόμενο ρόλο. Σε κάποιες περιπτώσεις, το άτομο μπορεί να εκφράζει ανησυχία για το τί θα ‘πρεπε να αισθάνεται κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες.
Στην ταινία “Συνηθισμένοι Ανθρωποι” (Ordinary People) που επιδοκιμάστηκε ευρέως, ο Conrad μπαίνει σε ψυχοθεραπεία κάτω από την πίεση της αδυναμίας του να ελέγχξει δυνατές αρνητικές συναισθηματικές καταστάσεις που βίωσε κατά την εφηβεία. Στην έναρξη της θεραπείας ζητάει περισσότερο συναισθηματικό έλεγχο και κατά τη διάρκεια της, συνδέει ένα γεγονός μετά την κηδεία του πατέρα του όπου δεν ξέρει τί να πει ή τί να αισθανθεί και αναρωτιέται πώς θα ένοιωθε ή τί θα έλεγε σ’ αυτή την περίσταση ο χαρακτήρας “John-Boy” από την τηλεόραση. Το πορτραίτο του Timothy Hutton για τον Conrad σ’ αυτή την ταινία, είναι ένα από τα καλύτερα απτά παραδείγματα ενός ατόμου μ’ αυτή την χαρακτηρολογική δομή. Και, η Mary Tyler Moore αποδίδει ένα καλό πορτραίτο ενός τύπου μητρικής φροντίδας “σχιζοειδή απογόνου”.
Ανακεφαλαιώνοντας, το πιο βασικό αίσθημα στο οποίο υπόκειται το «παιδί που δεν αγαπήθηκε», είναι ο τρόμος που σχετίζεται με τον αφανισμό ή, σ’ ένα ώριμο επίπεδο, με την αποτυχία να τα καταφέρει στον κόσμο. Ολες οι άμυνες παρατάσσονται για να αποτρέψουν την απόρριψη και την αποτυχία. Οσο πιο πλήρης είναι η άμυνα ενάντια στο φόβο, τόσο πιό ακραία είναι η απόσυρση σε μηχανιστική συμπεριφορά και σε πλήρη απουσία οποιουδήποτε προφανούς αισθήματος.
Σε μια ακόμα μεγαλύτερη έκταση απ’ ότι με τον τρόμο, υπάρχει συνήθως μια άρνηση και αποφυγή του αισθήματος του θυμού και της οργής. Στη βρεφική ηλικία, η καταστρεπτική οργή θα διακινδύνευε την καταστροφή του επιμελητή και άρα και του ίδιου του βρέφος και θα μπορούσε να προκαλέσει την ολέθρια ανταπόδοση του επιμελητή. Ετσι, η καταστολή αυτού του αισθήματος προστατεύει τη ζωή. Αυτό λοιπόν που συμβαίνει στον ενήλικα ασθενή, είναι μια αποφυγή ή απόσυρση από τη σύγκρουση, μια ανικανότητα να θυμώσει ή να αντιμετωπίσει το θυμό σε άλλους και η τάση να τον εκφράζει, αν ποτέ το κάνει, με παθητική-επιθετική υποχώρηση. Το «παιδί που δεν αγαπήθηκε» έχει μάθει να φεύγει παρά να αντεπιτίθεται και αισθάνεται ότι ο θυμός είναι άχρηστος και δεν επιτυγχάνει τίποτα. Πολύ συχνά το «παιδί που δεν αγαπήθηκε» παιδί αρνείται πλήρως το δικό του θυμό και εξιδανικεύει και εξαϋλώνει τη στοργική του φύση.
Οταν αυτά τα άτομα αρχίζουν να αντιλαμβάνονται τα βαθιά επίπεδα οργής μέσα τους, συχνά εκφράζουν σημαντικό φόβο για τη δική τους καταστρεπτική δύναμη. Η φαντασία είναι ότι μπορεί να αφεθούν ξαφνικά και να καταστρέψουν οποιονδήποτε και οτιδήποτε στο δρόμο τους. Οι ξαφνικές εκρήξεις που προκύπτουν, για παράδειγμα, σ’ αυτό το ήσυχο, εσωστρεφές, σεμνό αγόρι που πυροβολεί θανάσιμα αθώους ανθρώπους, στα τυφλά από την κορυφή ενός κτιρίου, υποδεικνύουν ότι αυτή η φαντασία κάπου-κάπου πραγματοποιείται. Στην πορεία μιας καλά οργανωμένης θεραπείας, ωστόσο, όπου αναπτύσσεται συστηματικά η ικανότητα ανοχής στο αίσθημα, οι υπάρχουσες άμυνες γίνονται συνειδητές, ενισχύονται και μετά διαλύονται βαθμιαία, υπάρχει μικρός κίνδυνος για κάτι τόσο δραματικό. Δεν είναι σπάνιο, ωστόσο, να εκφραστεί κάποιος κοινωνικά ανάρμοστος θυμός κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Στην πραγματικότητα, είναι συχνά χρήσιμο για τα σχιζοειδή άτομα να βιώσουν την απώλεια του ελέγχου το οποίο, αν και είναι θλιβερό, απέχει πολύ από την τρομερή φαντασία. Παρόμοια, είναι χρήσιμο γι’ αυτούς τους ανθρώπους να πετύχουν μια συμφιλίωση μ’ αυτούς στους οποίους έχουν εκφράσει το θυμό και να βιώσουν ότι η απώλεια ελέγχου σ’ αυτό το αίσθημα δεν οδηγεί στην εξόντωση κανενός και συνήθως, ούτε καν σε παρατεταμένη δυσαρέσκεια.
Το θεραπευτικό πλαίσιο είναι ιδιαίτερα πολύτιμο, στο να παρέχει μια ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ένα μεγάλο μέρος αυτού του γεμάτου οργή αισθήματος μπορεί κυριολεκτικά να αφεθεί χωρίς αρνητικές περιβαλλοντολογικές συνέπειες. Είναι σημαντικό να προσέχουμε ωστόσο, ότι αυτό δεν πρέπει να γίνει πρόωρα, δηλαδή πριν αναπτυχθεί η ικανότητα για ανοχή σ’ αυτή τη συναισθηματική εμπειρία και για αυτοπαρατήρηση κατά την απελευθέρωσή της.
Όποτε υπάρχει θάνατος στην οικογένεια, υπάρχει λύπη και πόνος. Οταν υπάρχει θάνατος του εαυτού, όπως στην σχιζοειδή εμπειρία, υπάρχει παρόμοια ένα πένθος για τον εαυτό που θα μπορούσε να είναι και για τη στοργική σχέση που ήταν ενστικτωδώς αναμενόμενη αλλά όχι διαθέσιμη. Κατά συνέπεια, το συναίσθημα λύπης, πόνου ή κατάθλιψης είναι συνηθισμένο στα άτομα μ’ αυτή τη χαρακτηρολογική σύνθεση. Είναι συνήθως το λιγότερο κατεσταλμένο συναίσθημα, αν και η ενεργή του έκφραση σε βαθύ κλάμα ή λυγμούς μπορεί να είναι απούσα είτε εν μέρει είτε ολοκληρωτικά. Οπως και με τα άλλα συναισθήματα, δεν βιώνεται πλήρως και βαθιά από τον οργανισμό αλλά μπορεί να βιώνεται ως μια διαρκής ή περιοδική καταθλιπτική κατάσταση, που χαρακτηρίζεται από απόσυρση και παράπονο με κλάμα, αντί για βαθιά αίσθηση θλίψης. Για να συνεχίσει τη ζωή του, το «παιδί που δεν αγαπήθηκε» έπρεπε επίσης να αρνηθεί αυτό το αίσθημα και να συνεχίσει την προσπάθεια, παρά την χρόνια υποκείμενη καταθλιπτική κατάσταση. Τέτοια κατάθλιψη, ειδικά όταν συνδυάζεται με ιδέες αυτοκτονίας, παύση των λειτουργιών φροντίδας του εαυτού και αντιλαμβανόμενη ανικανότητα να αισθανθεί οτιδήποτε άλλο, μπορεί να αναφέρονται ως παράπονα εκείνων που έχουν αυτό το γενικό ιστορικό και χαρακτηρολογική δομή.
Οπως ακριβώς υπάρχει πολύ λίγο αρνητικό συναίσθημα σ’ αυτή τη δομή, υπάρχει και μια συνεπακόλουθη απουσία θετικού συναισθήματος. Πιθανές εξαιρέσεις σ’ αυτό είναι μια όχι σπάνια, αβάσιμη ευφορία, που πυροδοτείται από κάποια φιλοσοφική ή θρησκευτική ιδέα ή που προκαλείται τεχνητά από ναρκωτικές ουσίες. Σ’ αυτές τις περιπτώσεις, μπορεί να υπάρχει μια πρόσκαιρη και τεχνητή ευφορία, σε συνδυασμό μ’ ένα σύντομο βίωμα πραγμάτωσης κάποιας συμβιωτικής φαντασίωσης –δηλαδή, όταν βρεθεί για λίγο, η θρησκεία, ιδέα, σύντροφος ή κατάσταση υπό την επίρρεια ναρκωτικών, που απαντά σ’ όλες τις προσευχές. Η κατάσταση ευφορίας, βέβαια, πάντα τελειώνει και το άτομο πάντα επιστρέφει στη βασική συναισθηματική κατάσταση που τον χαρακτήριζε πριν απ’ την πλασματική ευφορία.
Συμπεριφορά
Η συμπεριφορά του «παιδιού που δεν αγαπήθηκε» διαφοροποιείται σε αρκετές διαστάσεις. Το άτομο αυτό θα μπορεί να λειτουργεί στον κόσμο ανάλογα με το πόσο καλά ελέγχονται ή συγκρατούνται τα υποκείμενα δυνατά συναισθήματα. Ενώ η συγκράτηση μπορεί να έχει άλλα βλαβερά αποτελέσματα, όπως ψυχοσωματική ασθένεια ή μειωμένη ικανότητα για οποιοδήποτε είδος στενής σχέσης, επιτρέπει, ωστόσο, στο άτομο να λειτουργεί. Στο βαθμό που αυτό δεν έχει επιτευχθεί, έχουμε να κάνουμε μ’ ένα άτομο που είναι υπερβολικά ευαίσθητο σε οποιαδήποτε σκληρότητα από το περιβάλλον, που έχει δυσκολία να διατηρήσει μια συμφωνημένη δέσμευση σε οποιαδήποτε εργασιακή δραστηριότητα ή σχέση και το οποίο θα πηγαίνει από το ένα πράγμα στο άλλο, συχνά με μια λίγο-πολύ κατάσταση διάσπασης. Ετσι, στο βαθμό που τα υποκείμενα συναισθήματα είναι διαθέσιμα, μπορεί να έχουμε να κάνουμε μ’ ένα άτομο που φαίνεται αρκετά εύθραυστο και επιρρεπές στο να καταρρεύσει σε συναισθηματικές καταστάσεις, σε σύγχυση, ακόμα και σε απώλεια επαφής με την πραγματικότητα. Αυτή η αδύναμη σχέση με την πραγματικότητα μπορεί να εκφράζεται με αρκετά ήπιες μορφές απομάκρυνσης από την πραγματικότητα ή με πιο έντονες καταστάσεις φυγής ή περιόδους ψυχωτικής συμπεριφοράς.
Ό,που οι άμυνες του ατόμου του επιτρέπουν να είναι πιο αποτελεσματικό στον εξωτερικό κόσμο, υπάρχει συνήθως η τάση στο άτομο να αποσύρεται σε κείνες τις δραστηριότητες που προσφέρουν κάποια κοινωνική επίτευξη ενώ αποφεύγει άλλους τομείς ανάμειξης. Για παράδειγμα, κάποιος μπορεί να είναι εξαιρετικός με τους υπολογιστές, φημισμένος χορευτής μπαλέτου ή ένας εργασιομανής δικηγόρος, με μια εμφανή ανυπαρξία, καθυστέρηση ή επιβαρυμένο ιστορικό στις στενές σχέσεις. Σε όσους έχουν μικρότερη βλάβη, μπορεί να υπάρχει μια διατηρημένη σχέση μ’ έναν σύζυγο ή οικογένεια αλλά με μικρή συναισθηματική επαφή ή οικειότητα. Μπορεί επίσης να υπάρχει η ικανότητα στο άτομο να παίξει το ρόλο του σίγουρου ή κυρίαρχου ατόμου σ’ ένα συγκεκριμένο στενό πλαίσιο (π.χ. στην αίθουσα διδασκαλίας ή στο διακστήριο), σε πλήρη αντίθεση με τη συστολή και τη δυσκολία προσαρμογής του σε άλλα κοινωνικά πλαίσια.
Το κλειδί για την κατανόηση της σχιζοειδούς δομής είναι η αποσύνδεση του ατόμου από τις λειτουργίες της ζωής –από το σώμα, από αισθήματα, από στενούς φίλους, από την κοινωνία και συχνά ακόμα και από άψυχα αντικείμενα όπως η τροφή, η φύση κ.λ.π. Εκτός απ’ τους τομείς όπου ένα άτομο μπορεί να έχει πετύχει εξαιρετικά επιτεύγματα, υπάρχει μια γενική τάση να αποφεύγει την κατά μέτωπο αντιμετώπιση της ζωής –να αποστρέφει το βλέμμα, να ξεφεύγει από την αντιπαράθεση ή την προσέγγιση, να απομακρύνεται ή να στρέφεται εσωτερικά, μακριά από την επαφή. Το ίδιο το άτομο, μπορεί να μην έχει επίγνωση αυτής ης τάσης, αφού είναι συχνά, μια αυτόματη, ασυνείδητη αντίδραση στην απειλή. Ακόμα και σε πεδία μεγάλων επιτευγμάτων, υπάρχει σχεδόν πάντα σοβαρό και συχνά εξουθενωτικό άγχος επίδοσης, στο ότι η ταυτότητα του ατόμου είναι τόσο επενδυμένη σ’ αυτή την επίτευξη, που οποιαδήποτε υπόνοια αποτυχίας ισοδυναμεί με αφανισμό του εαυτού. Δεν είναι σπάνιο γι’ αυτές τις τάσεις, να εκφράζονται επίσης σε τελοιομανία και αναβλητικότητα. Οπως αναφέρθηκε πριν, το σχιζοειδές άτομο συχνά ανακαλύπτει ότι οι επιδιώξεις πνευματικών λειτουργιών και επιτευγμάτων είναι ένας ασφαλής παράδεισος από τη ζωή. Επειδή ο σχιζοειδής χαρακτήρας δεν μπορεί να ταυτιστεί με τη ζωή στο σώμα και να αναπτύξει μια στέρεα αίσθηση απ’ αυτό το βιολογικό πυρήνα, χρειάζεται να βρει κάτι τέτοιο από κάπου αλλού. Η αμυντική προσπάθεια να κερδίσει εξωτερική αποδοχή και αυτο-αποδοχή μέσω των επιτευγμάτων, που συχνά σχετίζονται με πνευματικές ικανότητες, είναι κοινή σ’ αυτή τη δομή. Αυτός συχνά είναι ο μόνος τρόπος με τον οποίο έρχεται σε επαφή με τον κόσμο, εκφράζεται, κερδίζει αποδοχή ή αναγνώριση και αισθάνεται ποιός είναι και ποιά είναι η θέση του στον κόσμο. Αποτυχία σ’ αυτό τον τομέα προσπάθειας, μπορεί να επιφέρει σοβαρή κατάθλιψη και σκέψεις και συμπεριφορές αυτοκτονίας.
Ως συνέπεια όλων αυτών, υπάρχει συχνά η ανάγκη, συνήθως συνειδητά, να είναι μοναδικός. Σαν τρόπος άρνησης της πραγματικότητας ότι δεν έχει αγαπηθεί ή ακόμα και ότι έχει μισηθεί, απορριφθεί και κακοποιηθεί, υπάρχει ένα παρηγορητικό ιδανικό μοναδικότητας, το οποίο συχνά πραγματοποιείται με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο. Αυτό μπορεί να γίνει με κάποιο πραγματικό επίτευγμα στην επιστήμη ή τέχνη ή μέσα από την απατηλή επίτευξη του είδους που σκιαγραφείται στον πιο ναρκισσιστικό χαρακτήρα του Robert de Niro, “Rupert Pupkin” στην ταινία “King of Comedy”. Οταν η μοναδικότητα, πραγματική ή απατηλή, απειλείται, προκύπτει μια ενίσχυση της άμυνας και τελικά μια διάλυση της δομής. Για παράδειγμα, ένας επιτυχημένος γιατρός 40 ετών, σχολίασε πικρόχολα “Νομίζω ότι δούλεψα τόσο σκληρά σ’ όλη μου τη ζωή προκειμένου να ξεχάσω ότι δεν έχω ο δικαίωμα να ζω”. Το θέμα στον σχιζοειδή είναι κυριολεκτικά η ύπαρξη και αυτοί που έχουν να αντιμετωπίσουν μ’ αυτό θα προσπαθήσουν να βρουν κάτι που θα δικαιολογήσει την ύπαρξή τους. Το δικαίωμά τους να υπάρχουν, είναι πάντα στην επιφάνεια και υπάρχει ένα εξαιρετικό άγχος στην περίπτωση που η δικαιολογία αποτύχει.
Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου
Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου Ψυχολόγος Υγείας (MSc) - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr
Πηγές
Το υλικό του άρθρου είναι από το βιβλίο Character styles του Stephen Johnson. {Johnson, S.M. (1994) Character styles. New York: Norton.}