Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Η σχιζοειδής εμπειρία: το «παιδί που δεν αγαπήθηκε»

Όταν το ανθώπινο βρέφος βγαίνει από το στάδιο του πρωτογενούς αυτισμού γύρω στις 3 με 5 εβδομάδες ηλικίας, το “αισθητηριακό φράγμα” διαλύεται και το παιδί αναπτύσσει μια αυξανόμενη επίγνωση αυτού που το φροντίζει (στη συνέχεια θα αποκαλείται επιμελητής του παιδιού).

Το πρόσωπο που συναντάται σ’ αυτή την αρχική επαφή με τον κόσμο μπορεί ή όχι να είναι φιλόξενο, να επιδιώκει την επαφή και να ανταποκρίνεται σ’ αυτό το πλήρως εξαρτημένο ον (Johnson, 1994).

Το πρόσωπο που συναντάται σ’ αυτή την αρχική επαφή με τον κόσμο μπορεί ή όχι να είναι φιλόξενο, να επιδιώκει την επαφή και να ανταποκρίνεται σ’ αυτό το πλήρως εξαρτημένο ον.

Πράγματι, οι γονείς μπορεί να είναι ψυχροί, σκληροί, αποδοκιμαστικοί και γεμάτοι μίσος και αγανακτισμένοι για την ίδια την ύπαρξη του παιδιού. Η γονική αντίδραση μπορεί βέβαια να μην είναι τόσο ακραία και μπορεί και να μην είναι σταθερή. Ξέρουμε όμως ότι πολλά ανθρώπινα βρέφη υπήρξαν ανεπιθύμητα και ότι αυτά που ήταν επιθυμητά σε συνειδητό επίπεδο δεν είναι πάντα επιθυμητά σε ένα λιγότερο συνειδητό επίπεδο. Επιπλέον, πολλοί γονείς που πιστεύουν ότι θέλουν τα παιδιά τους, αλλάζουν άποψη όταν υφίστανται την επίδραση της πλήρους εξάρτησης του ανθρωπίνου όντος πάνω τους, όταν αλλάζουν οι συνθήκες και όταν τα αποθέματά τους είναι πολύ μικρότερα απ’ αυτά που απαιτούνται για να αντιμετωπίσουν την πραγματικότητα ενός βρέφους.

Ισως ακόμα πιο συνηθισμένη είναι η κατάσταση όπου οι γονείς νομίζουν ότι θέλουν ένα παιδί αλλά αυτό που θέλουν πραγματικά είναι μια ιδεώδη αντανάκλαση του δικού τους εξιδανικευμένου εαυτού. Θέλουν το “τέλειο παιδί” αντί για ένα ζωντανό ανθρώπινο ον με στοιχεία από τη φύση ενός ζώου. Κάθε βρέφος αργά ή γρήγορα και κατ’ επανάληψη θα απογοητεύσει αυτό το ιδεώδες και η γονική απόρριψη και οργή που προκύπτει απ’ αυτό μπορεί να είναι φρικτή. Σε κάθε περίπτωση, είναι η πραγματική αυθόρμητη ζωή του παιδιού που προκαλεί τη γονική απόρρριψη και το μίσος.

Αν συνδυάσουμε την κοινή πραγματικότητα του  παιδιού με την αντίληψη ότι το νεο-εκκολαπτόμενο ανθρώπινο ον δεν έχει δυνατότητα διάκρισης μεταξύ του εαυτού του και του επιμελητή του, τότε, μπορούμε να υποθέσουμε το ατυχές αποτέλεσμα. Μπορούμε να φανταστούμε ότι όταν ο επιμελητής είναι αρκετά σκληρός, το βρέφος μπορεί απλά να θέλει να επιστρέψει εκεί απ’ όπου προήλθε –στον απομονωμένο κόσμο του αυτισμού. Η ψυχρή ή απορριπτική αντιμετώπιση του επιμελητή μπορεί να είναι ολική ή μερική, συνεχής ή περιοδική. Η αμυντική απόσυρση του βρέφους θα είναι πιό έκδηλη σαν αποτέλεσμα επαναλαμβανόμενης κακοποίησής του, για παράδειγμα, παρά σαν αντίδραση σε περιστασιακά ξεσπάσματα ή περιοδική ψυχρότητα από τη μεριά του επιμελητή.

Ο Winicott (1953) αναφέρεται στην έννοια “επαρκής μητρική φροντίδα” (good enough mothering) για να περιγράψει την απαιτούμενη ικανότητα για συναισθητική επιμέλεια, η οποία θα εισάγει το νεογέννητο στην κατάσταση της συμβίωσης και θα την κρατήσει εκεί μέχρι να ξεκινήσει η διαδικασία της διαφοροποίησης που οδηγεί στην εξατομίκευση. Οταν η μητρική φροντίδα δεν είναι επαρκής (not good enough) –και μάλιστα όταν υπάρχει κακοποίηση και τιμωρία–  αυτό οδηγεί σε απομάκρυνση, αδιαφορία και κυριολεκτική αποστροφή για την κοινωνική επαφή.  Εξαιτίας της πρώιμης κατάστασης των γνωστικών λειτουργιών του νεογνού σ’ αυτό το σημείο ανάπτυξης, είναι δύσκολο να καταλάβουμε ακριβώς πώς ερμηνεύεται αυτή η αλυσίδα γεγονότων σε οποιοδήποτε νοητικό επίπεδο. Ωστόσο, μπορούμε να υποθέσουμε ότι σ’ ένα πρώιμο επίπεδο συνειδητότητας και κατόπιν σε αυξανόμενα σύνθετα επίπεδα κατανόησης, το βρέφος δοκιμάζει έναν εσωτερικό φόβο, που ορισμένοι έχουν χαρακτηρίσει φόβο αφανισμού (Blank & Blank, 1974;  Lowen, 1967).

Αρχικά, η φυσική αντίδραση του βρέφους σ’ ένα ψυχρό, εχθρικό και απειλητικό περιβάλλον είναι τρόμος και οργή. Ωστόσο, ο χρόνιος τρόμος είναι μια ανίσχυρη θέση για την δρομολόγηση της ζωής, όπως είναι και η χρόνια οργή. Επιπλέον, τέτοια οργή προκαλεί ανταπόδοση η οποία βιώνεται ως απειλητική για τη ζωή και τρομοκρατική. Ετσι, το βρέφος στρέφεται κατά του εαυτού του, καταστέλλει τα φυσικά συναισθήματα ανταπόκρισης και χρησιμοποιεί τους πολύ πρωτόγονους μηχανισμούς του εγώ που υπάρχουν στη συμβιωτική περίοδο για να αντιμετωπίσει τον εχθρικό κόσμο. Συμπληρωματικά στην οπισθοχώρηση προς τον αυτισμό ή σαν μέρος αυτής, ο οργανισμός ουσιαστικά σταματά να ζει έτσι ώστε να προφυλάξει τη ζωή του. Αυτή η ικανότητα περιορίζεται από την ανάπτυξη του εγώ του παιδιού σ’ αυτή την περίοδο. Ωστόσο, στους μήνες της συμβίωσης, το παιδί μπορεί να παλινδρομήσει στην προηγούμενη αναπτυξιακή περίοδο και σ’ αυτήν να αρνηθεί την πραγματικότητα της ύπαρξής του. Το μίσος του επιμελητή γονιού θα ενδοβληθεί και θα αρχίσει να καταστέλλει την ώθηση του οργανισμού για ζωή, έτσι ώστε η κίνηση και η αναπνοή να αναστέλλονται και εκεί αναπτύσσεται ένα ακούσιο σφίξιμο του μυϊκού συστήματος για να καταστείλει την ώθηση για ζωή.

Η θεραπευτική εμπειρία με πελάτες που έχουν παρόμοιο ιστορικό, υποδεικνύει ότι αργά ή γρήγορα, παίρνουν δύο βασικές συναισθηματικές αποφάσεις: 1) “Κάτι δεν πάει  καλά με μένα” και 2) “Δεν έχω δικαίωμα να υπάρχω”.

Αυτές οι γνωστικές αναπαραστάσεις, μπορεί βέβαια να είναι συνειδητές ή να αποκρούονται αλλά σ’ ένα ουσιαστικό επίπεδο ύπαρξης, το άτομο έχει πάρει προσωπικά την απόκριση του περιβάλλοντος και την έχει ενσωματώσει στην αντίληψη που έχει για τον εαυτό του. Αυτή η επίδραση ενισχύεται από το γεγονός ότι σ’ αυτή τη συμβιωτική φάση της ανάπτυξης, δεν υπάρχει ουσιαστική διαφοροποίηση μεταξύ εαυτού και επιμελητή. Αυτός ο παράγοντας είναι το βασικό προσδιοριστικό χαρακτηριστικό της συμβίωσης στο ανθώπινο βρέφος και η αφομοίωση αυτής της καταδικαστικής απόφασης πριν την εμφάνιση της γλώσσας είναι που την καθιστά τόσο ύπουλη και δύσκολη για να αλλάξει.

Ενας τρόπος για να εκτιμήσουμε το αρχικό δίλημμα του σχιζοειδούς ατόμου, είναι να θυμηθούμε εκείνες τις φορές όπου σ’ ένα πολυκατάστημα, πλυντήριο ρούχων ή σε άλλο δημόσιο μέρος έχουμε παρεβρεθεί στην έκρηξη μιας μητέρας ή πατέρα σ’ ένα μικρό παιδί. Αυτό το παράδειγμα κακομεταχείρισης των παιδιών που γίνεται δημόσια, δείχνει την όχι ασυνήθιστη απώλεια ελέγχου του γονιού και μας κάνει να αναρωτιόμαστε για τα όρια αυτού του είδους έκρηξης. Ενδεχομένως, ούτε και το ίδιο το βρέφος ξέρει αυτά τα όρια και κάπου-κάπου ο γονιός μπορεί να έχει ξεπεράσει κατά πολύ τις φωνές και την ασήμαντη σωματική τιμωρία. Σ’ αυτές τις δημόσιες συνθήκες, μπορεί να έχουμε προσέξει ότι το ίδιο το παιδί παίρνει το μητρικό ρόλο και κάνει ό,τι χρειάζεται για να συνέλθει ο γονιός και να ξεπεραστεί το πρόβλημα. Στους γονείς με οριακή αισθηματική σταθερότητα, αυτές οι εκρήξεις κακομεταχείρισης συνήθως δεν έχουν άμεση σχέση με το τι κάνει ή δεν κάνει το παιδί. Σαν αποτέλεσμα, το παιδί συχνά αναπτύσσει σχετικά έντονη ετοιμότητα  όπως και την ικανότητα να παίζει το ρόλο του γονιού προς τους γονείς του, όταν αντιλαμβάνεται επικείμενη απώλεια του ελέγχου.

Το «παιδί που δεν αγαπήθηκε» ξεκινά να βρει έναν ασφαλή παράδεισο μέσα από την απόσυρση σε γνωστικές και πνευματικές επιδιώξεις. “Αν δε μ’ αγαπάει η μητέρα μου, τότε ο Θεός θα μ’ αγαπάει” και αν ο κόσμος φαίνεται επιφανειακά εχθρικός, είναι ουσιαστικά μια ευεργετική ενότητα στην οποία η ζωή κάποιου είναι μια απλή αναλαμπή στο αιώνιο θείο σχέδιο και “η ζωή σ’ αυτό το φυσικό επίπεδο είναι πραγματικά άσχετη”. Μ’ αυτούς τους τρόπους, η ζωή εξαϋλώνεται αντί να βιώνεται. Το «παιδί που δεν αγαπήθηκε» μπορεί να είναι κάποιος που αγαπά το ανθρώπινο είδος αλλά, σχεδόν αυτόματα, στρέφεται μακριά από την προσέγγιση που απαιτείται σε μια προοδευτική σχέση αγάπης.

Οσο το άτομο ωριμάζει, η επιτήδευση και πολυπλοκότητα των αμυντικών μηχανισμών αυξάνει, ωστόσο, σ’ ένα βασικό συναισθηματικό επίπεδο η αμυντική δομή είναι πολύ πρωτόγονη και ουσιαστικά αντανακλά άρνηση αυτού που πραγματικά συνέβη σε σχέση με το άτομο που παρείχε την μητρότητα. Αυτή η άρνηση παγώνει την κατάσταση που εμφανίστηκε στην συμβίωση –μια ανεκπλήρωτη επιθυμία για βαθιά ένωση από την μια πλευρά και μια αυτόματη άρνηση για ένωση από την άλλη. Η παγωμένη συμβιωτική κατάσταση παράγει μια συνεχιζόμενη τάση για ενδοβολή όλων των ιδεών, χαρακτηριστικών και αισθημάτων των άλλων, όπως και μια τάση για προβολή κακών και καλών συναισθημάτων και κινήτρων στους άλλους. Σ’ αυτή τη χαρακτηρολογική δομή, ουσιαστικά δεν υπήρχε ποτέ μια ολοκληρωμένη συμβιωτική προσκόλληση που να οδηγεί σε μια μετέπειτα εξατομίκευση με αυτόνομη λειτουργία. Η εμπειρία του  «παιδιού που δεν αγαπήθηκε» είναι: “Η ζωή μου απειλεί τη ζωή μου”. Η φαινομενική ανεξαρτησία και απομόνωση αυτού του βασικά φοβισμένου και θυμωμένου ατόμου είναι καθαρά αμυντικές και υπάρχει μια αναπτυξιακή παύση στη διαδικασία εξανθρώπισης και μια παύση της ζωής πριν καν αυτή ξεκινήσει.

Εξωτερικές συνθήκες και γενετική συμβολή

Κάποιο στοιχείο της σχιζοειδούς δομής φαίνεται προφανές σε πολλούς ασθενείς που έρχονται για θεραπεία. Για την κατανόηση της επικράτησης αυτών των αποτυχιών της προσκόλλησης και των συσχετιζόμεων συνεπειών, είναι καλό να λάβουμε υπόψη τις επιδράσεις συγκεκριμένων εξωτερικών συνθηκών κατά τη συμβιωτική περίοδο, που μπορεί να έχουν δημιουργήσει ιδιαίτερη ένταση στο άτομο που παρείχε τη μητρική φροντίδα και έτσι να μείωσαν την ικανότητα της να είναι δεκτική και να επιδιώκει την επαφή. Για παράδειγμα, μια μητέρα που μπορεί να ήταν επαρκής κάτω από κανονικές συνθήκες, μπορεί να μην είναι αν χάσει το σύζυγό της λόγω διαζυγίου, θανάτου ή στρατιωτικής θητείας. Η εμπειρία σοβαρής ασθένειας στην πρώιμη παιδική ηλικία και ειδικά η εισαγωγή σε νοσοκομείο, μπορεί να αναστατώσει σοβαρά την συμβιωτική προσκόλληση. Το παιδί μπορεί να βιώσει την αναστάτωση της προσωρινότητας του αντικειμένου κατά την ευαίσθητη αυτή περίοδο, μαζί με την αγωνία και το σοβαρό πόνο που σχετίζεται με τη θεραπεία που επιβλέπεται από τον επιμελητή του παιδιού ή από άλλους. Παρόμοια, ο πόλεμος, η οικονομική πίεση ή η περιβαλλοντολογική καταστροφή, μπορεί να σχετίζονται με την μείωση της ικανότητας των γονιών να προσφέρουν αγάπη και επαφή στη συμβιωτική περίοδο. Προφανώς, υπάρχουν επίπεδα «αντιπάθειας» και έλλειψης επαφής σε διάφορα περιβάλλοντα και τα περιβαλλοντολογικά γεγονότα μπορούν είτε να ενισχύσουν είτε να μειώσουν την ποιότητα της ζωής στην συμβίωση.

Υπάρχει επίσης μεγάλη ατομική διαφοροποίηση στην ικανότητα των βρεφών να στηρίζουν μια ανθρώπινη σχέση. Η έμφυτη ικανότητα του παιδιού να παρέχει στο άτομο που το φροντίζει τα μή λεκτικά σύμβολα στα οποία αυτό το άτομο θα βασίσει τις αντιδράσεις του, διαφέρει. Μερικά βρέφη προσπαθούν να διατηρήσουν την εγγύτητα σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ ότι άλλα παιδιά ή έχουν μεγαλύτερη κινητική απόκριση στην επαφή. Οι ατομικές διαφορές που επηρεάζουν τη διαδικασία της προσκόλλησης έχουν σημειωθεί από εκείνους που έχουν κάνει συστηματική παρατήρηση της αλληλεπίδρασης μεταξύ παιδιού και επιμελητή (π.χ. Bowlby, 1969; Murphy & Moriarty, 1976). Φαίνεται καθαρά τώρα ότι ένα μεγάλο μέρος σοβαρού παιδικού αυτισμού είναι το αποτέλεσμα κάποιων διαδικασιών που συμβαίνουν εσωτερικά στο παιδί και όχι κατά κύριο λόγο το αποτέλεσμα της περιβαλλοντολογικής επίδρασης (Judd & Mandell, 1968). Αν και εδώ θα εστιάσουμε στις περιβαλλοντολογικές επιρροές, οι επιδράσεις των πρώιμων εξωτερικών συνθηκών και η γενετική συμβολή θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη σε κάθε διαφορετική περίπτωση.

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου Ψυχολόγος Υγείας (MSc) - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων  https://www.psychotherapeia.net.gr

Πηγές

Το υλικό του άρθρου είναι από το βιβλίο Character styles του Stephen Johnson. {Johnson, S.M. (1994) Character styles. New York: Norton.}