Κάποτε ήταν ένας λιθοξόος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του και την ζωή του. Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.
Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)
Κάποτε ήταν ένας λιθοξόος που δεν ήταν ικανοποιημένος από τον εαυτό του και την ζωή του. Μια μέρα, περνώντας έξω από το σπίτι ενός πλούσιου εμπόρου, κοίταξε μέσα από την ανοιχτή πόρτα και θαύμασε τα όμορφα πράγματα και τους σημαντικούς επισκέπτες.
Γεννηθήκαμε για να είμαστε υπέρτατα ευτυχισμένοι. Είναι δικαίωμα που το έχουμε από τη γέννηση μας. Οι άνθρωποι όμως είναι τόσο ανόητοι, που δεν διεκδικούν ούτε καν τα δικαιώματα που έχουν από τη γέννηση τους.
Μια φορά κι έναν καιρό, δύο σκύλοι μπήκαν, σε διαφορετικό χρόνο ο καθένας, στο ίδιο δωμάτιο. Όταν βγήκε ο πρώτος κουνούσε όλο χαρά την ουρά του και ήταν πολύ χαρούμενος. Όταν βγήκε ο δεύτερος, γρύλιζε και γάβγιζε επιθετικά με θυμό.
Μια μέρα, ένας δερβίσης πήγε σε ένα μικρό χωριό. Καθώς στεκόταν στη πλατεία του χωριού φώναξε δυνατά: “Ο κάτοικοι αυτού του χωριού! Θέλει κανείς να ακούσει τρία γνωμικά και να μου χαρίσει το σπίτι του για αντάλlαγμα;”
Ένας άνθρωπος, σ’ όλη του τη ζωή έψαχνε την Αλήθεια και δεν μπορούσε να τη βρει. Πέρασε απ’ όλες τις χώρες του κόσμου, βρέθηκε στις χώρες του Βορρά, στις χώρες του Νότου και της Δύσης χωρίς αποτέλεσμα.
«Η ιστορία μιλάει για έναν ορειβάτη, ο οποίος θέλησε να ανεβεί το ψηλότερο βουνό. Ξεκίνησε, λοιπόν, την περιπέτεια του μετά από πολλά χρόνια προετοιμασίας. Όμως, επειδή ήθελε τη δόξα μόνο για τον εαυτό του αποφάσισε να σκαρφαλώσει το βουνό μόνος.
Μια μέρα ο μαθητής αποφάσισε να προκαλέσει τον δάσκαλό του. Έτσι σκέφτηκε να του στήσει μια παγίδα. Έπιασε μια πεταλούδα και την κράτησε στη χούφτα του. Όταν θα πήγαινε στο δάσκαλο θα τον ρώταγε τι είχε στο χέρι του.
Κάποιος που ήθελε να απαλλαγεί από τα βάσανα της καθημερινότητας, πήγε σε ένα βουδιστικό ναό κι αναζήτησε τη βοήθεια ενός δασκάλου. «Δάσκαλε», του είπε, «αν κάνω τέσσερις ώρες διαλογισμό την ημέρα, σε πόσο καιρό θα πετύχω την υπέρβαση;
Ένας ζητιάνος καθόταν στην ίδια γωνία του ίδιου δρόμου για περισσότερα από τριάντα χρόνια. Κάποια μέρα πέρασε από κει ένας ξένος. ”Έχεις κανένα ευρώ να μου δώσεις;” μουρμούρισε μηχανικά ο ζητιάνος απλώνοντας μηχανικά το παλιό, φθαρμένο του καπέλο.
Χρησιμοποιούμε cookies για την εύρυθμη λειτουργία της ιστοσελίδας και την καλύτερη εμπειρία σας. Συνεχίζοντας την περιήγηση στην ιστοσελίδα μας, αποδέχεστε τη χρήση Cookies, την Πολιτική Απορρήτου και τους Όρους Χρήσης.