Ένα βασικό θέμα με το ψυχικό τραύμα είναι ότι τα τραυματικά γεγονότα του παρελθόντος συνεχίζουν να επηρεάζουν το πώς ο ασθενής αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, τον κόσμο του και πώς τοποθετεί τον εαυτό του μαζί με τους άλλους γύρω του με διαστρεβλωμένο τρόπο.
Σε αντίθεση με άλλες καταστάσεις στην ψυχοθεραπεία, όπου γίνεται ανασκόπηση και ερμηνεία της αφήγησης του παρελθόντος του ατόμου, το επίκεντρο του τραύματος είναι η επίγνωση του ενσώματου εαυτού στο τώρα και η αυτοέκφραση. Ο λόγος γι’ αυτό είναι ότι το τραύμα του παρελθόντος είναι κλειδωμένο μέσα στο σώμα και στον εγκέφαλο, γεγονός που αντανακλάται στην κατάσταση του σώματος, στη στάση, στη δράση και στις αισθητηριακές λειτουργίες, συμπεριλαμβανομένης της αναπνοής, της κίνησης, των συναισθημάτων και των σκέψεων.
Το σωματικό αποτέλεσμα είναι κατά μία έννοια η ιστορία του τραύματος, όταν το εξετάζουμε από την πλευρά των αισθητηριακών, κινητικών δεξιοτήτων και συμπεριφορών. Η θεραπεία για τους πάσχοντες από τραύμα, είναι επικεντρωμένη στο σήμερα, ώστε να δούμε τι επίγνωση υπάρχει σε επίπεδο αισθητηριακό και δράσης και πώς να επαναπροσανατολίσουμε το σωματο-ψυχονοητικό σύστημα προς μια πιο ολοκληρωμένη κατάσταση επίγνωσης, κίνησης, επίγνωσης παρορμήσεων, συναισθηματική περίεξη και επαναπλασίωση της σκέψης και της εικόνας. Αυτή είναι η ουσία του να βοηθήσουμε τα 3 συστήματα του εγκεφάλου μας (ερπετοειδές, μεταιχμιακό, ορθολογικό) όταν βρίσκονται κάτω από στρες, να μην λειτουργούν είτε σε χαοτική κατάρρευση ή ακαμψία που βασίζεται στο φόβο, μέσω του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ΑΝΣ).
Το βασικό ζήτημα εδώ είναι ότι το ψυχικό τραύμα είναι ένα σωματο-ψυχονοητικό ζήτημα που χρειάζεται να αντιμετωπιστεί με μια προσέγγιση που δίνει προσοχή στο τρέχον βίωμα, στην τρέχουσα ερμηνεία των σωματικών αισθήσεων καθώς και στα ήδη προγραμματισμένα πρότυπα σωματικής δράσης που βασίζονται σε προηγούμενη εμπειρία.
Ο Βίλχελμ Ράιχ παρατήρησε ότι οι άνθρωποι που έχουν υποστεί τραύμα, χάνουν τη βαθιά διαφραγματική αναπνοή τους και αποκτούν μπλοκαρίσματα που χρειάζονται δουλειά με το σώμα για να επιλυθούν. Παρόμοια, ο Bessel van der Kolk αναφέρει ότι η σωματική κίνηση και οι τεχνικές αναπνοής είναι κλειδιά για την ανάκαμψη από τραύμα. Επίσης η Pat Ogden με βάση την ευρεία κλινική εργασία της, αναφέρει ότι απαιτείται ένα θεραπευτικό μοντέλο επικεντρωμένο στο σώμα, που περιλαμβάνει την παραδοσιακή ψυχοθεραπεία, τη νευροεπιστήμη, τη θεωρία της προσκόλλησης, δουλειά με το σώμα, με την αναπνοή και με τις αισθητικοκινητικές λειτουργίες του πάσχοντα.
Όπως αναφέρει ο Peter Levive (ιδρυτής του Somatic Experiencing), η δουλειά αποκατάστασης του τραύματος λαμβάνει υπόψη επίσης ότι το τραύμα συνέβη σε ένα άτομο σε σχέση με κάποιο άλλο άτομο ή αντικείμενο που υπήρξε ο καταλύτης της πρόκλησης του τραύματος. Μπορεί να χρειαστεί δουλειά σε σχέση με παραβίαση ορίων, εγκατάλειψη, θέματα εμπιστοσύνης, απώλεια αυτο-ρύθμισης και τη διαμόρφωση των πεποιθήσεων του θύματος. Η δουλειά αυτή γίνεται παράλληλα με την επικεντρωμένη- στο-σώμα επεξεργασία των εμπειριών του παρελθόντος που είναι ενσωματωμένες στην τωρινή σωματική δομή, στάση, κατάσταση και τάση για δράση. Η δουλειά με το τραύμα ρυθμίζεται με τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος και «περιέχοντος δοχείου» για την αναπαράσταση του τραύματος μέσω αναπνοής, χειρονομιών, διέγερσης οργάνων αισθητηριακής επίγνωσης με σημαντικά σύμβολα, κίνησης, στάσεων, συναισθημάτων, οραματισμών και σκέψεων. Ο ρόλος του θεραπευτή είναι να διευκολύνει την αυτογνωσία και την αυτο-ρύθμιση των αισθήσεων και των δράσεων του θεραπευόμενου και να τον βοηθήσει να προσανατολιστεί με ένα νέο τρόπο μέσα από τον κόσμο.
Σύμφωνα με την Pat Ogden, είναι φυσικό για τον θεραπευόμενο να έχει θέματα εμπιστοσύνης, θέματα ορίων, αντίσταση στη θεραπευτική δουλειά, θέματα εγκατάλειψης, στάδια παραίτησης και επεισόδια αναβίωσης ορισμένων πτυχών του τραύματος. Οπότε το βασικό θέμα αρχικά είναι να βοηθήσεις το θεραπευόμενο να θέσει σωματικά όρια και μια σωματική αίσθηση ελέγχου, καθώς και να διερευνήσει το πώς να ρυθμίζει τη διαδικασία φυσιολογικής διέγερσης έτσι ώστε το άτομο να μπορεί να «εμπεριέχει» τα συναισθήματα που προκύπτουν κατά τη διάρκεια της θεραπείας. Ο θεραπευόμενος θα γνωρίσει τη δική του κατάσταση ασφάλειας και ευχαρίστησης με βάση την παρελθοντική εμπειρία αρχικά και τους πόρους που είναι κλειδωμένοι μέσα του, πριν τη μετάβαση σε πιο τραυματικό υλικό. Η Pat Ogden εξηγεί ότι αυτό σημαίνει να ανακαλύψει τις εγκαταλελειμμένες ενισχυτικές ενεργές άμυνες που ήταν αναποτελεσματικές κατά τη στιγμή του τραύματος.
Η θεραπεία περιλαμβάνει την καλλιέργεια της συνειδητότητας για την κατάσταση και αισθήσεις του σώματος, δημιουργώντας έτσι την επίγνωση ότι είναι ασφαλές και φυσικό να έχεις τέτοιες αισθήσεις και συναισθήματα, που είναι δυναμικά, που ρέουν και μεταβάλλονται. Οι αναλυόμενοι μαθαίνουν ότι το «πάγωμα» είναι τραύμα και η ροή είναι ζωή και αρχίζουν να παρατηρούν σε ποια κατάσταση από τις δύο βρίσκονται και μαθαίνουν πώς να μεταβαίνουν σε ροή χωρίς να ξαναδημιουργούν ένα επεισόδιο τραύματος. Αυτή η νέα επίγνωση προάγει επίσης τον απαραίτητο επαναπροσδιορισμό του πελάτη -από το να ζει στο κεφάλι του στο να ζει σε ενσώματη κατάσταση όπου αρχίζει να φροντίζει και να αγαπά το σώμα του και πάλι. Σύμφωνα με τον Al. Lowen, είναι σύνηθες στους ψυχικά τραυματισμένους ανθρώπους να έχουν μια κακή εικόνα του σώματός τους και η αγάπη προς τον ενσώματο εαυτό αποτελεί ένα σημαντικό βήμα στη διαδικασία της αποκατάστασης.
Όταν ένα άτομο έχει πλέον τον έλεγχο και νιώθει άνετα με τις τωρινές σωματικές αισθήσεις και τα συναισθήματά του, τότε έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει στο δεύτερο στάδιο της θεραπείας, όπου οι ίδιες σωματικές αισθήσεις και συναισθήματα ενθαρρύνονται να εκδηλωθούν από το πλαίσιο του αρχικού τραύματος. Το σωματο-ψυχονοητικό σύστημα έχει πλέον ένα στέρεο «δοχείο» για να αντιμετωπίσει τις αισθήσεις που προκύπτουν και τις παρορμήσεις δράσης, μαζί με τη βοήθεια του θεραπευτή που πραγματικά παρακολουθεί την πορεία μέχρι την τελική ολοκλήρωσή της. Αν δεχτούμε ότι το τραύμα ήταν ένα παγωμένο, ατελές, σύνολο παρορμήσεων και κινήσεων, τότε η θεραπεία είναι η ροή αυτών των ίδιων προς την ολοκλήρωση.
Επιπλέον, το άτομο θα είναι σε θέση να αξιοποιήσει ένα αναδυόμενο σύνολο μεγαλύτερων, απόλυτα ολοκληρωμένων επιλογών αντίδρασης, καθώς θεραπεύεται και αρχίζει να απομακρύνεται από τις άκαμπτες καταστάσεις αντίδρασης ή τις αντιδράσεις κατάρρευσης, προς τις ευέλικτες επιλογές ελεύθερης βούλησης που άλλοι άνθρωποι θεωρούν δεδομένες. Η θεραπεία βοηθά το άτομο να αναπτύξει ένα πλήρες σύνολο διαθέσιμων στρατηγικών «πάλης ή φυγής» για οποιαδήποτε απειλή που θα προκύψει στο μέλλον ενώ παράλληλα θα μπορεί να ανταποκρίνεται σε υπενθυμητές του παλιού τραύματος χωρίς να χρησιμοποιεί μια παγωμένη, χαοτική ή άκαμπτη σωματονοητική στάση.
Μια συνήθης προσέγγιση στην αντιμετώπιση του ψυχικού τραύματος είναι ένας συνδυασμός γνωσιακής συμπεριφοριστικής θεραπείας (CBT) με τη χορήγηση μιας σειράς ηρεμιστικών, κατασταλτικών ή ρυθμιστών της διάθεσης, συχνά υπό την καθοδήγηση ενός ψυχιάτρου. Αυτή η προσέγγιση συχνά απαιτείται για να σταθεροποιηθεί ένα άτομο αλλά αντιμετωπίζει μόνο τα συμπτώματα του προβλήματος και δεν ασχολείται με την κατάσταση «πάλης ή φυγής» που δημιουργεί κατά κύριο λόγο το πρόβλημα. Ερευνητές τραύματος όπως ο Pat Ogden, επισημαίνουν ότι η γνωσιακή συμπεριφοριστική θεραπεία είναι ορθολογική μορφή θεραπείας (απευθύνεται στον μετωπιαίο ορθολογικό εγκέφαλο). Ενώ βοηθάει με τις διανοητικές στρεβλώσεις των πασχόντων, δεν μπαίνει στο μεταιχμιακό ή «συναισθηματικό εγκέφαλο» από όπου το ΑΝΣ παίρνει τα ερεθίσματα για να μπει και να βγει από την κατάσταση «πάλης ή φυγής» της ύπαρξης.
Οι ορθολογικές μορφές θεραπείας (που απευθύνονται στον μετωπιαίο ορθολογικό εγκέφαλο) δρουν ως αντίπαλο δέος στην εμφάνιση γνωστικών σκέψεων και συναισθηματικών καταστάσεων από ένα ψυχικό τραύμα αλλά είναι αποτελεσματικές μόνο για όσο διάστημα εφαρμόζεται η τεχνική. Οι πάσχοντες είναι σε θέση να ξεπεράσουν παράλογες σκέψεις (π.χ. ότι δεν είναι ασφαλείς ή θα πεθάνουν) αλλά οι τεχνικές δεν αποτρέπουν τη διέγερση των σχετικών συναισθηματικών και σωματικών αισθήσεων ούτε τις αποκαθιστούν. Σύμφωνα με την Pat Ogden, αυτό συμβαίνει επειδή η παραδοσιακή ψυχολογία είχε την τάση να διαχωρίζει το σώμα και το μυαλό και να αντιμετωπίζει τα ψυχονοητικά δρώμενα ως απόλυτα διανοητικά φαινόμενα. Επίσης η παραδοσιακή ψυχοθεραπεία χρησιμοποιούσε «κάθετες» παρεμβάσεις στο επίπεδο του ορθολογικού εγκεφάλου, που αντιμετώπιζαν τον εγκέφαλο ως μια ξεχωριστή μονάδα όπου η παρέμβαση θεωρούνταν ότι θα επιδράσει σε όλα τα επίπεδα. Οι πάσχοντες από τραύμα συνήθως αναφέρουν ότι αυτές οι ορθολογικές προσεγγίσεις τους προσφέρουν κάποια ανακούφιση μέσω των τεχνικών διαχείρισης της υπερδιέγερσης αλλά διατηρούν την ανάγκη να διαχειρίζονται τα συμπτώματα και την κατάστασή τους σε συνεχή βάση, συχνά με φαρμακευτική αγωγή.
Ο ερευνητής τραύματος Colin A. Ross, επισημαίνει ότι οι καταστάσεις τραύματος μερικές φορές παίρνουν επίσης διάγνωση μέσα στο ευρύ φάσμα διαταραχών της κατάταξης DSM-IV και κατά κανόνα στη συνέχεια υπόκεινται σε ποικίλες μορφές φαρμακοθεραπείας που μετριάζουν ή διαχειρίζονται τα συμπτώματα. Αυτές οι συνήθεις, κυρίαρχες ιατρικές προσεγγίσεις στο Τραύμα, περιορίζουν το άτομο για μακρόχρονες περιόδους ή ίσως για όλη του τη ζωή, να λαμβάνει διάφορα φάρμακα και να κάνει ορθολογικού τύπου θεραπεία όπως η γνωσιακή συμπεριφοριστική, συχνά χωρίς να αντιμετωπίζει το βασικό υποκείμενο σωματονοητικό σύστημα που δημιουργεί την κατάσταση κατά κύριο λόγο...
Στη σωματική ψυχοθεραπεία χρησιμοποιούμε μια προσαρμοσμένη γκάμα ασκήσεων που παρεμβαίνουν στο σύστημα σώμα-νους και επιφέρουν μια χαλαρή και ευεργετική παρασυμπαθητική κατάσταση του ΑΝΣ. Ενισχύουμε τους προσωπικούς πόρους του ατόμου, ώστε στη συνέχεια να ξεκινήσουμε με ασφάλεια το δεύτερο στάδιο δουλειάς -την επεξεργασία των τραυματικών καταστάσεων.
Προσεγγίζουμε και τα 3 επίπεδα της ανθρώπινης υπόστασης όπως αναπαριστώνται και επεξεργάζονται από την έννοια των 3 επιπέδων ή του τρισυπόστατου εγκεφάλου που πρεσβεύουν οι νευροεπιστήμες.
Στη σωματική ψυχοθεραπεία παρατηρούμε πως παρουσιάζεται το άτομο σε αυτά τα 3 επίπεδα της σωματο-ψυχονοητικής εμπειρίας. Καταρχήν εξετάζουμε και παρατηρούμε το σωματικό επίπεδο της εμπειρίας, αναλύουμε και κάνουμε συνειδητό τι πυροδοτεί τη διέγερση που εμφανίζεται σε αυτό το επίπεδο. Αυτό αντιπροσωπεύει το πιο πίσω ή ερπετοειδές μέρος του εγκεφάλου. Στη συνέχεια παρατηρούμε τα συναισθήματα του ατόμου ή το μούδιασμα στη συναισθηματική ζωή, που είναι το δεύτερο επίπεδο ή συναισθηματικό επίπεδο της εμπειρίας, η οποία αντιπροσωπεύει το μεταιχμιακό τμήμα του εγκεφάλου. Τρίτον επισημαίνουμε τις γνωστικές ή διανοητικές στάσεις, πεποιθήσεις και σκέψεις για το τι συμβαίνει ή μπορεί να συμβεί, που αντιπροσωπεύουν το μετωπιαίο ορθολογικό επίπεδο του νεο-φλοιού. Το σκεπτικό μας είναι ότι κάθε άτομο «επεξεργάζεται» τη ζωή κυρίως με τον ορθολογικό-γνωστικό μετωπιαίο εγκέφαλο, μέχρι το ερπετοειδές τμήμα του εγκεφάλου να λάβει εσωτερικό ή εξωτερικό ερέθισμα που έχει «νόημα» τέτοιο που αναγκάζει το άτομο να μεταβεί ασυνείδητα σε κατάσταση «πάλης ή φυγής», η οποία παρακάμπτει την ορθολογική σκέψη και εμπειρία του μετωπιαίου εγκεφάλου. Οι πάσχοντες από τραύμα βιώνουν αυτή τη μετάβαση ξαφνικά, με ένα χαοτικό τρόπο που προκαλεί αποσύνθεση της πραγματικότητας, διανθισμένη με νοητικές, συναισθηματικές και σωματικές «αναδρομές» ή «αναπαραγωγές» της παλιάς τραυματικής εμπειρίας.
Οποιοδήποτε από τα 3 επίπεδα εμπειρίας είναι ένα κατάλληλο σημείο παρέμβασης στη θεραπεία για να δουλέψουμε με ένα άτομο. Όπως αναφέρει η Pat Ogden, σε κάθε δεδομένη στιγμή μέσα στη θεραπεία, ο θεραπευτής παρατηρεί ποιο από τα 3 επίπεδα θα ενισχύσει καλύτερα την ενσωμάτωση της τραυματικής εμπειρίας και στη συνέχεια εφαρμόζει συγκεκριμένες τεχνικές που διευκολύνουν την επεξεργασία και την επίλυση της τραυματικής εμπειρίας σ’ αυτό στο συγκεκριμένο επίπεδο. Σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αρκετό να παρέμβει σε ένα μόνο επίπεδο και να το ενισχύσει σε μια συνεδρία. Όμως ο στόχος με την πάροδο του χρόνου είναι να παρέμβει σε ένα επιλεγμένο επίπεδο και να επιδράσει θετικά δουλεύοντας με το άτομο στα άλλα 2 επίπεδα, την ίδια φορά. Για παράδειγμα, αλλάζοντας μια γνωστική πεποίθηση στο ορθολογικό επίπεδο μπορεί να καταπραϋνθούν τα συναισθήματα και να ηρεμήσουν οι σωματικές εντάσεις. Παρόμοια, εστιάζοντας και βιώνοντας το συναίσθημα της θλίψης ή του θυμού στο 2ο επίπεδο, μπορεί να χαλαρώσει το σώμα και να δημιουργήσει μια συνειδητοποίηση που αλλάζει τις πεποιθήσεις. Επίσης, δουλεύοντας με τα συμπτώματα διέγερσης στο σώμα και με την αναπνοή μέχρι να ηρεμήσει το σώμα, εμποδίζουμε τη συναισθηματική διέγερση, πράγμα που μπορεί να επιφέρει συνειδητοποιήσεις και επίγνωση της επίδρασης που έχει το σώμα στο μυαλό του ατόμου κι έτσι να αλλάξει τις πεποιθήσεις και τις ιδέες για τον εαυτό του.
Ιδανικά, δουλεύουμε από το χαμηλότερο επίπεδο, το σωματικό επίπεδο (επίπεδο 1), από όπου ξεκινάνε όλα τα ερεθίσματα και κλιμακώνονται προς τα πάνω μέσα από τα συναισθήματα (επίπεδο 2) και στις σκέψεις και γνωστικές πεποιθήσεις (επίπεδο 3). Αυτό ακολουθεί τα μονοπάτια των σωματικών και αισθητηριακών συνδέσεων στο χαμηλότερο, ερπετοειδή εγκέφαλο και από εκεί προς τα πάνω, στο συναισθηματικό, μεταιχμιακό συγκρότημα του εγκεφάλου και στη συνέχεια στο πάνω επίπεδο του συνειδητού, ορθολογικού, γνωστικού εαυτού. Δουλεύουμε και στα 3 επίπεδα μαζί ή σε ένα επίπεδο και χρησιμοποιούμε τεχνικές πάνω επιπέδου (ορθολογικές) όπως η γνωσιακή-συμπεριφοριστική και συμβουλευτική ό,που χρειάζεται αλλά ποτέ δεν χάνουμε την εστίαση στην αλληλεξάρτηση του σώματος με το νου.
Δουλεύουμε με τις φυσικές διαδικασίες του συστήματος σώμα-νους για να δημιουργήσουμε και να διατηρήσουμε στην πάροδο του χρόνου, ένα παρασυμπαθητικό ΑΝΣ στον πάσχοντα. Επίσης διευκολύνουμε την επίγνωση των τωρινών αισθητηριακών βιωμάτων και δράσεων που προκύπτουν στο άτομο, εκπαιδεύοντάς τον στην ανοχή και εμπερίεξη αυτών και επιτρέποντας ένα νέο προσανατολισμό των εν λόγω καταστάσεων σε νέες επιλογές και άμυνες. Οι δευτερογενείς καταστάσεις άγχους και κατάθλιψης που επίσης συνοδεύουν συχνά το τραύμα, λαμβάνουν επίσης ιδιαίτερη διάγνωση και αντιμετώπιση.
Το τραύμα δημιουργεί σύσπαση και κλείσιμο, παραίτηση και απελπισία, οπότε ο θεραπευτής είναι σκόπιμο να βοηθήσει επίσης το άτομο να δώσει και μια πνευματική διάσταση στη ζωή του, ένα νόημα και ένα πλαίσιο για την ύπαρξή του, να εμβαθύνει μέσα του και με τον έξω κόσμο.
Οι τραυματισμένοι άνθρωποι έχουν φόβο ή και τρόμο για τη ζωή και μερικές φορές θυμό για τη ζωή και το ρόλο τους σε αυτή. Η αδυναμία να ασκήσουν έλεγχο και να ζήσουν με ασφάλεια στο ίδιο τους το σώμα, είναι σαν μια ζωντανή κόλαση που βασανίζει τον πάσχοντα και τον αφήνει σε μια κατάσταση θύματος. Όταν αντιμετωπιστεί από μια σωματονοητική οπτική, αυτή η κατάσταση αλλάζει και αναδύεται πάλι η θετικότητα, η περιέργεια και η ελπίδα της ζωής, καθώς η ανανέωση ριζώνει στο άτομο.
Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου
Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου Ψυχολόγος Υγείας (MSc) - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr
Πηγές
http://www.energeticsinstitute.com.au
https://www.sensorimotorpsychotherapy.org
Lowen Alexander (1993), Depression and the Body: The Biological Basis of Faith and Reality, Penguin Books.
Ogden Pat, Minton Kekuni, Pain Clare (2006), Trauma and the Body: A Sensorimotor Approach to Psychotherapy, W. W. Norton & Company