{"hideHeader":false,"hideFooter":false,"bodyClass":"u-body u-xl-mode","bodyStyle":"","localFontsFile":"","backToTop":"\n","popupDialogs":"\n"}

Η Αναϊτ

Ζούσε κάποτε σ’ ένα χωριό, σε μια πλαγιά του Καυκάσου, ένας βοσκός με την όμορφη και πανέξυπνη κόρη του, την Αναΐτ. Κάποια μέρα έτυχε να περάσει από κει ο Βατσαγκάν, ο γιος του βασιλιά, με τον πιστό του φίλο Ναζάρ. Είχε βγει για κυνήγι, είχε κουραστεί καταδιώκοντας μάταια ένα αγριογούρουνο και έφτασε λαχανιασμένος και ιδρωμένος σε μια πηγή κοντά στο χωριό, τη στιγμή που βρίσκονταν εκεί μερικές κοπέλες για να γεμίσουν τις στάμνες τους.

Ο πρίγκιπας τους ζήτησε ευγενικά να του δώσουν λίγο νερό γιατί ήταν πολύ διψασμένος και μια κοπέλα προθυμοποιήθηκε και του πρόσφερε την κανάτα της. Πριν όμως την πιάσει καν στα χέρια του το βασιλόπουλο, η κόρη του βοσκού, που ήταν μαζί τους, με μια απότομη κίνηση άρπαξε την κανάτα από τα χέρια της φίλης της και την άδειασε στο χώμα.

Ύστερα γέμισε η ίδια την κανάτα και την άδειασε πάλι στο χώμα. Έκανε αυτό το πράγμα τουλάχιστο πέντε φορές, αλλά στο τέλος έδωσε την κανάτα στον πρίγκιπα κι αυτός, αφού ήπιε, ρώτησε την κοπέλα:

«Γιατί με κορόιδεψες τόσες φορές; Είναι ευγενικό να προφασίζεσαι ότι δίνεις νερό σ’ έναν κουρασμένο ταξιδιώτη και τελικά να του το παίρνεις πάλι; Γιατί φέρθηκες τόσο σκληρά;»

«Τίποτα απ’ αυτά δε συνέβη», του είπε η κοπέλα. «Δε συνηθίζουμε να περιγελάμε τους ξένους στο χωριό μας. Ξέρω όμως πόσο κακό μπορεί να κάνει το κρύο νερό σε κάποιον πολύ κουρασμένο και ιδρωμένο και ήθελα να δώσω λίγο χρόνο στο σώμα να κρυώσει φυσιολογικά πριν σου προσφέρω νερό».

Το βασιλόπουλο παραξενεύτηκε πολύ από την προνοητικότητα και το ενδιαφέρον της κοπέλας. Αμέσως μετά είδε πόσο όμορφη ήταν.

«Μπορώ να ρωτήσω τ’ όνομά σου;»

«Γιατί όχι;» απάντησε απλά η κοπέλα. «Είμαι η Αναΐτ, η κόρη του βοσκού Αράν. Γιατί ρωτάς;»

«Είναι τόσο κακό να ρωτήσει κανείς το όνομα κάποιου;»

«Καθόλου – αν έχει πει πρώτα το δικό του…»

Εδώ το βασιλόπουλο δίστασε.

«Θες να σου πω την αλήθεια ή ψέματα;»

«Ό,τι θεωρείς πως αξίζει περισσότερο…»

«Προτιμώ την αλήθεια, αλλά ειδικά αυτή τη στιγμή θα προτιμούσα να μην πω τ’ όνομά μου».

«Είναι απόλυτο δικαίωμά σου τι θα κάνεις με τ’ όνομά σου. Μπορείς όμως στο μεταξύ να μας δώσεις την κανάτα γιατί πρέπει να φύγουμε;»

Σε λίγο οι κοπέλες είχαν φύγει και ο Βατσαγκάν με τον Ναζάρ ξεκίνησαν για το παλάτι.

Όσο πιο πολύ προσπαθούσε το βασιλόπουλο να βγάλει από το μυαλό του την Αναΐτ, τόσο αυτή η σκέψη επέμενε. Η καρδιά του ήταν βαριά για μέρες, πράγμα που άρχισε ν’ ανησυχεί τους γονείς του.

«Τι σου συμβαίνει, γιε μου;» τον ρώτησε τελικά η βασίλισσα.

«Μητέρα, η ζωή φαίνεται να ‘χει χάσει κάθε άλλο ενδιαφέρον για μένα, εκτός από την Αναΐτ».

Και διηγήθηκε το περιστατικό στη βρύση του χωριού. Οι γονείς του έπεσαν να πεθάνουν όταν έμαθαν ότι ο γιος τους θέλει να παντρευτεί μια βοσκοπούλα. Αλλά εκείνος έλιωνε πραγματικά κάθε μέρα, και, σαν γονείς που δεν είχαν άλλη επιλογή, αποφάσισαν να του κάνουν το χατίρι.

Ξεκίνησε λοιπόν ο πιστός φίλος του, Ναζάρ με μεγάλη συνοδεία από αυλικούς και με μουλάρια φορτωμένα δώρα για τη βοσκοπούλα και μετά από μακρύ ταξίδι φτάνουν στο χωριό και κατευθύνονται στο σπίτι του βοσκού Αράν.

Το πρώτο που πρόσεξαν ήταν τα χαλιά του.

«Ούτε στο παλάτι δεν έχουμε τόσο ωραία χαλιά. Ποιος τα έφτιαξε; Η γυναίκα σου;»

«Η γυναίκα μου έχει πεθάνει από χρόνια. Τα ‘χει φτιάξει η κόρη μου», τους απάντησε αυτός.

«Η κόρη σου έχει μεγάλη αξιοσύνη», του είπε ο Ναζάρ και, αφού αισθάνθηκε ότι είχε κάνει αρκετή εισαγωγή, εξήγησε ότι το βασιλόπουλο ζητά το χέρι της μονάκριβης κόρης του.

Περίμενε ότι ο βοσκός θα πετούσε από τη χαρά του, αλλά εκείνος δε φάνηκε πολύ ενθουσιασμένος.

«Τι συμβαίνει, Αράν; Σου φέρνουμε καλά νέα, όχι δυσάρεστα. Δεν πρόκειται να πάρουμε την κόρη σου με το ζόρι, αν δε θέλεις να μας τη δώσεις», είπε ο Ναζάρ.

«Σεβαστοί ξένοι», τους απάντησε ο Αράν, «δεν εξαρτάται από μένα να πω ναι ή όχι. Ούτε έχει σημασία τι θέλω εγώ. Αν η Αναΐτ θέλει ή δεν θέλει να παντρευτεί το γιο του βασιλιά, είναι δικό της θέμα, κι εγώ δεν μπορώ να κάνω τίποτα».

Εκείνη τη στιγμή μπήκε στο σπίτι η Αναΐτ, κρατώντας ένα καλάθι με φρούτα. Χαιρέτησε ευγενικά τους ξένους, τους πρόσφερε μερικά από τα φρούτα και πήγε και κάθισε στον αργαλειό της, στην άκρη του σαλονιού, για να μην παρενοχλεί τη συζήτηση των ξένων με τον πατέρα της.

«Αναΐτ, βλέπω ότι είσαι πολύ καλή υφάντρα και ακόμα ακούσαμε ότι έχεις διδάξει και άλλες κοπέλες του χωριού. Ακούσαμε επίσης ότι τις μαθαίνεις να γράφουν και να διαβάζουν…»

«Υπάρχει κάτι που δεν ακούσατε για μένα;» ρώτησε μισοπειραχτικά η κοπέλα. Νομίζω ότι τελικά η επίσκεψή σας έχει να κάνει περισσότερο με μένα παρά με τον πατέρα μου, όπως νόμισα στην αρχή».

Σηκώθηκε από τον αργαλειό και πήγε και κάθισε δίπλα τους.

«Ακριβώς. Ο πρίγκιπας και ο διάδοχος του θρόνου σε ζητά για γυναίκα του», είπε ο Ναζάρ.

«Υποπτεύομαι ότι είναι ο νεαρός που πριν από μερικές μέρες δεν ήθελε να πει το όνομά του σε μια βοσκοπούλα. Φαίνεται ότι τελικά άλλαξε γνώμη».

«Αναΐτ, ο Βατσαγκάν σε αγαπά και θέλει να γίνεις γυναίκα του».

«Για να ομολογήσω την αλήθεια, κι εγώ τον είχα συμπαθήσει από την πρώτη στιγμή – όχι βέβαια ότι είχε μεγάλη σημασία τι ένιωσε μια βοσκοπούλα…»

«Τώρα όμως έχει σημασία».

«Δεν μπορώ να πω ότι δε με τιμά η πρόταση ενός βασιλόπουλου. Με βρίσκει όμως εντελώς απροετοίμαστη, γιατί ποτέ δεν ήταν μέσα στις πιθανότητες της ζωής μου. Γι’ αυτό θα κάνω την πρώτη ερώτηση που θα έκανα σε κάθε άντρα που θα μου έκανε πρόταση γάμου και που θα μου άρεσε κι εμένα: τι τέχνη ξέρει;»

«Ορίστε;» έκανε έκπληκτος ο Ναζάρ. «Γιατί πρέπει να ξέρει κάποια τέχνη αφού είναι βασιλόπουλο; Ό,τι θέλει το ζητά από τους υπηρέτες του και το κάνουν αυτοί».

«Σ’ αυτό τον κόσμο καμιά φορά αλλάζουν οι ρόλοι του υπηρέτη και του αφέντη, γι αυτό καθένας πρέπει να ξέρει κάποια τέχνη για να μην πεινάσει η οικογένειά του».

«Δηλαδή, απορρίπτεις την πρόταση;»

«Ναι. Πέστε του ότι κι εγώ τον συμπαθώ, αλλά είναι αντίθετο προς τις αρχές που πήρα από την οικογένειά μου και δε θα παντρευτώ ποτέ κάποιον που δε ξέρει να συντηρήσει τον εαυτό του και χρειάζεται άλλους να τον βοηθούν. Τον ευχαριστώ για την πρόταση, αλλά σας παρακαλώ να ξαναπάρετε τα δώρα που μας φέρατε».

Ο Ναζάρ είδε ότι η Αναΐτ είναι σταθερή σ’ αυτό που πίστευε. Δεν επέμεινε, γύρισε στο παλάτι και εξέθεσε τα καθέκαστα. Ο βασιλιάς συγκάλεσε τους συμβούλους του, τη γυναίκα του και το γιο του και εξέτασαν την κατάσταση. Το συμπέρασμα ήταν ότι η βοσκοπούλα είναι εγωίστρια ή τρελή κι έπρεπε να τιμωρηθεί παραδειγματικά.

Αλλά η καρδιά του βασιλόπουλου δεν άντεχε:

«Η Αναΐτ έχει δίκιο και θα ‘πρεπε να το ξέρετε αυτό όλοι εσείς οι συμβουλάτορες του βασιλιά. Ελπίζω να μη χάσετε κάποτε τη δουλειά σας, γιατί θα πεθάνετε από την πείνα. Θα μάθω να φτιάχνω χαλιά, αφού αυτό είναι που αρέσει και σ’ εκείνη».

Μπροστά στην επιμονή του Βατσαγκάν ο βασιλιάς υποχώρησε και ζήτησε να φέρουν από την Περσία τον πιο φημισμένο ταπητουργό. Το πριγκιπόπουλο ρίχτηκε στη δουλειά μέρα και νύχτα, βοηθούσε και το πάθος του, σ’ ένα χρόνο είχε γίνει καταπληκτικός στην τέχνη του.

Πήρε μερικά από τα δείγματα, πήρε και άλλα δώρα, και με το φίλο του Ναζάρ πήγαν στο χωριό της βοσκοπούλας.

Όταν της έδειξε τους τάπητες, εκείνη τον επαίνεσε:

«Όχι άσχημη δουλειά για ένα μαθητευόμενο! Αν συνεχίσεις έτσι, σε μερικά χρόνια ίσως να μπορείς να με συναγωνίζεσαι!» τον πείραξε.

Της έδειξε και τον τελευταίο τάπητα. Η κοπέλα θαύμασε το πανέμορφο τοπίο και τελικά του είπε μονολεκτικά:

«Ναι».

Είχε δει κρυμμένη μέσα στα ωραία σχέδια του τάπητα τη φράση: «Μ’ αγαπάς, Αναΐτ;»

Οι γάμοι τους έγιναν σε λίγες μέρες και γλέντησε όλος ο λαός, γιατί η Αναΐτ δεν ήταν γαλαζοαίματη, αλλά ένα απλό κορίτσι του λαού.

Πέρασαν, λοιπόν, πολλά χρόνια ευτυχισμένοι. Οι γονείς του Βατσαγκάν γέρασαν και πέθαναν κι έγινε βασιλιάς ο γιος τους, έχοντας πάντα δίπλα του σαν το πιο σοφό σύμβουλό του την Αναΐτ. Η βασίλισσα, ανάμεσα στα άλλα, πίστευε ότι, αφού τα γράμματα δεν έκαναν κακό στις φίλες της στο χωριό, ίσως δε θα έκαναν κακό ούτε στις κοπέλες της πρωτεύουσας. Παρόλο που αυτό ήταν μια παράξενη σκέψη για κείνη την παλιά εποχή, δεν ήταν λίγες οι κοπέλες που θέλησαν να μάθουν γράμματα.

Ο λαός ήταν χαρούμενος με τους κάπως παράξενους βασιλιάδες του.

Μια μέρα όμως χάθηκε εντελώς ξαφνικά ο καλύτερος φίλος του βασιλιά, ο Ναζάρ. Παρά τις προσπάθειες που έγιναν, οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες περνούσαν χωρίς να μπορέσουν να μάθουν κάτι για την τύχη του. Ήταν σαν να τον είχε καταπιεί η γη.

Ο βασιλιάς λέει στην Αναΐτ:

«Δεν ξέρω τι συμβαίνει, αλλά φοβάμαι ότι κάτι τρέχει στο βασίλειό μας. Ναι, οι άνθρωποι μοιάζουν χαρούμενοι, αλλά συμβαίνουν παράξενα πράγματα, όπως η εξαφάνιση του Ναζάρ, που με ανησυχούν. Τον παλιό καλό καιρό πήγαινα συχνά για κυνήγι, βρισκόμουν κοντά στο λαό, μάθαινα πώς περνούσε. Θα μεταμφιεστώ και θα περιηγηθώ το βασίλειο. Θα με περιμένεις είκοσι μέρες, κι αν δε γυρίσω, κάτι θα μου έχει συμβεί και θα αναλάβεις εσύ το θρόνο».

Η Αναΐτ συμφώνησε, γιατί πάντα ήθελε να ξέρει πώς περνά ο λαός της, και παράλληλα κατάλαβε ότι ο βασιλιάς ήθελε να ψάξει και ο ίδιος για το φίλο του.

Σε μερικές μέρες ο βασιλιάς, μεταμφιεσμένος σε έμπορο, είχε φτάσει στην περιοχή Περότζ. Εκεί του επιτέθηκαν ληστές, του πήραν τα λίγα χρήματα που είχε και τον έσυραν σε μια σπηλιά στο δάσος. Η σπηλιά ήταν κλεισμένη με μια βαριά σιδερένια πόρτα, που ο αρχηγός της συμμορίας την ξεκλείδωσε μ’ ένα μεγάλο κλειδί.

«Ξέρεις καμιά τέχνη;», τον ρώτησε άγρια «ή θα σε κρεμάσουμε στον γκρεμό να σε φαν τα όρνια; Δεν έχει χώρο για τεμπέληδες εδώ».

«Ξέρω να φτιάχνω χρυσά χαλιά που η αξία τους είναι τριακόσιες φορές το χρυσάφι που έχουν πάνω τους» είπε ο αιχμάλωτος.

«Πες μου τι εργαλεία θα χρειαστείς, να σου τα φέρω. Αν όμως όσα είπες δεν είναι αλήθεια, τότε θα σε κάνω κοντότερο κατά ένα κεφάλι», έκανε ωμά ο λήσταρχος και τον έσπρωξε μέσα στη σπηλιά, κλειδώνοντάς την και πάλι.

Ο Βατσαγκάν προχώρησε στο μισοσκόταδο της σπηλιάς που φωτιζόταν από δάδες. Βάδισε αρκετά και σε κάποιο σημείο νόμισε ότι άκουσε ομιλίες. Σε λίγο αντίκρισε μερικούς ανθρώπους σε αξιοθρήνητη κατάσταση. Σκελετωμένοι από την πείνα και τη βαριά δουλειά, έμοιαζαν με φαντάσματα. Δεν ήταν παράξενο που ανάμεσά τους δε γνώρισε το Ναζάρ, αλλά τον είδε εκείνος και τον πλησίασε, μόλο που προτίμησε να μη φανερώσει στους άλλους ποιος ήταν ο νεοφερμένος. «Κακή τύχη μας περιμένει» του ψιθύρισε. «Όσους από τους αιχμαλώτους δεν ξέρουν κάποια δουλειά, τους ληστεύουν και τους σκοτώνουν. Όσοι ξέρουμε κάποια τέχνη, δουλεύουμε τόσο σκληρά που πεθαίνουμε από εξάντληση».

Αργότερα ο αρχηγός των ληστών έφερε τα υλικά που χρειαζόταν ο Βατσαγκάν για να φτιάξει το χαλί του. Χρειάστηκε τρεις βδομάδες να το τελειώσει, αλλά τότε ακόμη και ο λήσταρχος φάνηκε ευχαριστημένος από την ποιότητά του.

«Για να σου πω την αλήθεια», είπε ο Βατσαγκάν, «δεν ξέρω αν υπάρχει άλλος άνθρωπος στη χώρα εκτός από τη βασίλισσα Αναΐτ που να μπορεί να εκτιμήσει την αξία του, γιατί είναι ειδική στα ακριβά χαλιά. Στον τάπητα αυτό έχω βάλει και μυστικά φυλαχτά που κάνουν ευτυχισμένο όποιον το αγοράσει. Νομίζω ότι με καλό παζάρεμα μπορεί κάποιος να πάρει από τη βασίλισσα τουλάχιστο χίλιες φορές την αξία του χρυσαφιού».

Ο λήσταρχος κάλεσε κάποιον έμπιστο έμπορο και ζήτησε να πάει το χαλί στη βασίλισσα και να ζητήσει μια τεράστια τιμή.

Στο μεταξύ είχαν περάσει οι είκοσι μέρες που είχαν συμφωνήσει με το Βατσαγκάν και η Αναΐτ είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Είχε ήδη στείλει ανθρώπους να μαζέψουν πληροφορίες, αλλά όλοι είχαν επιστρέψει άπρακτοι. Όπως και με το Ναζάρ, το βασιλιά έμοιαζε να τον είχε καταπιεί η γη.

Τη μέρα εκείνη πήγε στο παλάτι ένας έμπορος που ζήτησε να δει τη βασίλισσα για ένα πολύ ακριβό χρυσό χαλί. Αλλά την προειδοποίησε ότι αξίζει χίλιες φορές την αξία του χρυσαφιού του γιατί είναι φτιαγμένο από τον καλύτερο καλλιτέχνη και έχει κρυφά μηνύματα που θα ΄διναν χαρά σε σ’ όποιον το αγοράσει. Η Αναΐτ είχε πολλά προβλήματα, δε νοιαζόταν για χαλιά και ήταν έτοιμη να διώξει τον έμπορο, ώσπου άκουσε την τελευταία φράση. Ξεδίπλωσε το ύφασμα και είδε ότι με μεγάλη τέχνη ήταν κρυμμένο το παρακάτω μήνυμα:

Αγαπημένη μου Αναΐτ, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη κατάσταση. Μ’ έχουνε κλείσει σε μια σπηλιά στο Περότζ, που βρίσκεται σ’ ένα λόφο σε σχήμα μισοφέγγαρου δυτικά της πόλης. Βοήθησε όσο μπορείς πιο γρήγορα – Βατσαγκάν.

Το πρόσωπο της Αναΐτ έλαμψε από χαρά καθώς διάβασε το μήνυμα.

«Σας το είπα εγώ ότι είναι μαγικό το χαλί και κάνει ευτυχισμένο όποιον το αγοράσει!» είπε καταχαρούμενος ο έμπορος.

«Τώρα είμαι κι εγώ σίγουρη γι’ αυτό και για πολύ περισσότερα πράγματα!» συμφώνησε εκείνη.

Κι έδωσε εντολή να συλλάβουν τον έμπορο.

Την άλλη κιόλας μέρα ένας μικρός στρατός με επικεφαλής την Αναΐτ κατευθυνόταν προς το Περότζ. Ο έμπορος για να σώσει τη ζωή του έδωσε όλες τις αναγκαίες πληροφορίες.

Οι ληστές αιφνιδιάστηκαν και σε λίγη ώρα ήταν όλοι δεμένοι χεροπόδαρα. Σε λίγο είχαν απελευθερώσει τους σκλάβους. Με δυσκολία η Αναΐτ κατόρθωσε να γνωρίσει τον άντρα της και το φίλο τους – τόσο πολύ είχαν αδυνατήσει.

«Βασίλισσα, αυτή τη φορά μάς έσωσες τη ζωή…» είπε ο Ναζάρ.

«Φίλε μου, εμένα μου είχε σώσει τη ζωή πριν από μερικά χρόνια, όταν με ανάγκασε να μάθω μια τέχνη για να κερδίσω την καρδιά της!»

~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~~

Από το βιβλίο του Χρήστου Μαγγούτα, “Η σοφία των λαών”.