Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Το ουρλιαχτό…

Σε μια άκρη ενός βουνού ζούσε ένας μοναχικός λύκος, είχε φύγει από την αγέλη του γιατί δεν μπορούσε να υποταχθεί στους κανόνες της. Κάθε βράδυ περιπλανιόταν στο άγριο δάσος με έναν πάντα ίδιο προορισμό, την κορυφή ενός γκρεμού. 

Καθόταν με τις ώρες εκεί και χάζευε την πόλη, δεν τον ένοιαζε που δεν μπορούσε να πάει εκεί αλλά του άρεσε να βλέπει τα φώτα της όπως και το φεγγάρι της όμορφης νύχτας. Όμως κάποιες στιγμές ήταν πολύ λυπημένος επειδή ήταν μόνος του, βέβαια ήταν επιλογή του αλλά δεν έπαυε να τον πονάει αυτό, έτσι κάθε φορά πριν την επιστροφή του, σήκωνε το κεφάλι και άφηνε ένα βαθύ ουρλιαχτό, μέσα του έλπιζε κάποιος να ακούσει τον πόνο του και να τον καταλάβει. Μια μέρα, μια από αυτές τις ίδιες καθημερινές του μέρες, έβρεχε πολύ δυνατά αλλά αυτό δεν τον σταμάτησε να πάει πάλι να αφήσει το ουρλιαχτό του στο συνηθισμένο σημείο. Φτάνοντας εκεί με το τρίχωμα του μουσκεμένο αλλά την ψυχή του ξεπλυμένη από όλα που τον προβλημάτιζαν είδε κάτω στο χώμα ένα ματωμένο περιστέρι. Αμέσως παρατήρησε πως ήταν πληγωμένο διότι ήταν ολόλευκο και το αίμα φαινόταν καθαρά στο κάτασπρο σώμα του. Το πήρε αμέσως στα χέρια του, ήταν έτοιμο να ξεψυχήσει. Ο λύκος έτρεξε γρήγορα πίσω στο σπίτι του ξεχνώντας να αφήσει σήμερα το ουρλιαχτό του, μαζί είχε και το ματωμένο περιστέρι. Το περιποιήθηκε αλλά η αρρώστια του ήταν βαριά και το περιστέρι δεν γινόταν καλά έτσι περνούσαν οι μέρες και οι νύχτες χωρίς ο λύκος να πηγαίνει στο συνηθισμένο του μέρος. Μετά από λίγο καιρό το περιστέρι άρχισε να αναρρώνει και άρχισαν να μιλάνε για τα δικά τους. Τους άρεσε να μιλάνε άρχισαν να βρίσκουν και κοινά σημεία στις ζωές τους γιατί και το άσπρο περιστέρι είχε φύγει από την ομάδα των πουλιών όπου ζούσε και γυρνούσε περιπλανώμενο και μόνο. Τη μέρα ο λύκος έφευγε να βρει φαγητό και το βράδυ γυρνούσε και έλεγε πως πέρασε και τι είδε στο περιστέρι.

Ήρθε όμως ο καιρός που έγινε τελείως καλά και όπως ήταν φυσικό ήθελε να πετάξει ξανά, όμως φοβόταν. Ο λύκος υποσχέθηκε να το βοηθήσει και έτσι άρχισαν να πηγαίνουν μαζί στο ίδιο μέρος που είχαν βρεθεί την πρώτη φορά και το περιστέρι με το θάρρος που του έδινε ο λύκος άρχισε σιγά σιγά να πετάει στον ουρανό. Το έβλεπε να πετάει και το καμάρωνε για την ομορφιά της ψυχής του και ένιωθε τυχερός που το συνάντησε έστω και με αυτό τον τρόπο.

Μια νύχτα πήγαν πάλι στον γκρεμό , τότε το περιστέρι άρχισε να λέει στο λύκο ότι τα περισσότερα ζώα και πτηνά δεν τον συμπαθούν, ο λύκος ένιωσε θυμό γι’ αυτό τον ρατσισμό που υπήρχε και πίστεψε μέσα του πως και το δικό του περιστέρι έχει την ίδια άποψη. Ούρλιαξε μετά από καιρό αγριεμένος και έφυγε αφήνοντας πίσω του το περιστέρι. Ήταν η χειρότερη νύχτα της ζωής του η νύχτα που ένιωσε ξανά μόνος. Πόσο απαραίτητο του είχε γίνει! Η λογική του έλεγε πως πρέπει να το αφήσει να πετάξει ξανά και να φύγει αλλά η καρδιά του αποζητούσε ξανά την όμορφη παρέα του. Έτσι ξημέρωσε Ο λύκος δεν έχασε στιγμή και κίνησε προς τον γκρεμό. Έκπληκτος συνάντησε το περιστέρι στην ίδια θέση που το άφησε εχθές αλλά παγωμένο. Δεν πήγε πουθενά την νύχτα για να προστατευτεί από την παγωνιά. Ο λύκος το αγκάλιασε και του είπε πόσο απαραίτητο άθελα του, του είχε γίνει. Αποφάσισαν να ζήσουν μαζί αψηφώντας τους νόμους και τους κανόνες της φύσης, προσπερνώντας της δυσκολίες που τους χώριζαν. Είχαν κάτι πιο πολύτιμο από αυτά. Την αγάπη τους…

O λύκος ούρλιαξε, αλλά πρώτη φορά από χαρά…

*Πηγή: https://stories4human.wordpress.com