Ψυχολόγος Υγείας (MSc)
Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP)

Πένθος και Μελαγχολία – Πώς συσχετίζονται;

Στο δοκίμιο “Πένθος και Μελαγχολία” ο Sigmund Freud (1917) συγκρίνει την μελαγχολία με το φυσιολογικό συναίσθημα της θλίψης όπως εκδηλώνεται στο πένθος, θεωρώντας ότι αυτή η σύγκριση μπορεί να ρίξει κάποιο φως στη φύση της μελαγχολίας.

Ο Freud υποστηρίζει ότι η μελαγχολία και το πένθος είναι παρόμοιες καταστάσεις. Οφείλονται και τα δύο στην απώλεια ενός αντικειμένου αγάπης (πρόσωπο, ιδέα, ιδανικό κ.ο.κ) και έχουν παρόμοια συμπτωματολογία (συναίσθημα πόνου, αδιαφορία για τον εξωτερικό κόσμο, αναστολή δραστηριοτήτων κ.λ.π).

Ομως, ενώ το πένθος διαρκεί για κάποια χρονική περίοδο και όταν ολοκληρωθεί, η ζωή του ατόμου επιστρέφει στο φυσιολογικό, η μελαγχολία είναι μια σχεδόν μόνιμη κατάσταση κατάθλιψης που, σε αντιδιαστολή με το πένθος, χαρακτηρίζεται από έλλειψη αυτοεκτίμησης εκφραζόμενη με αυτοκατηγορίες.

Επειδή οι ίδιες αιτίες μπορεί να προκαλέσουν μελαγχολία αντί για φυσιολογική θλίψη, φαίνεται ότι η μελαγχολία εμφανίζεται σε ανθρώπους με καταθλιπτική προδιάθεση.

Επίσης, ενώ στο πένθος η απώλεια του αντικειμένου είναι πλήρως συνειδητή, η μελαγχολία μπορεί να σχετίζεται με μια ασυνείδητη απώλεια π.χ. μπορεί το άτομο να έχει μια αίσθηση απώλειας χωρίς όμως επίγνωση του τί ακριβώς έχει χάσει.

Το πιό σημαντικό χαρακτηριστικό της κλινικής μελαγχολίας είναι η δυσαρέσκεια για τον εαυτό κυρίως σε ηθικό επίπεδο, που εκφράζεται με πτώση της αυτοεκτίμησης, εξασθένιση του εγώ και αυτοκατηγορίες.

Οι αυτοκατηγορίες όμως, είναι κατά μεγάλο μέρος κατηγορίες που απευθύνονται στο αντικείμενο αγάπης που έχει χαθεί και που έχει μετατοπιστεί στο εγώ του ατόμου. Ενώ ένα τμήμα του εαυτού παραμένει ταυτισμένο με το χαμένο αντικείμενο, ένα άλλο τμήμα κατευθύνει όλη την επιθετικότητα που αρχικά στρέφονταν προς το αντικείμενο, στον εαυτό του.

Μ’ αυτό τον τρόπο, το μίσος και η εχθρότητα που σχετίζονται με το αρχικό αντικείμενο, στρέφονται προς το αντικείμενο-υποκατάστατο, δηλ. προς τον ίδιο τον εαυτό κι έτσι δικαιολογείται η αυτο-τιμωρία του μελαγχολικού μέσω έντονης αυτοκριτικής, αυτο-υποτίμησης, αυτοκατηγοριών κ.ο.κ.

Αναλυτικά

Συσχέτιση μεταξύ μελαγχολίας και πένθους

Μια συσχέτιση μεταξύ μελαγχολίας και πένθους μπορεί να δικαιολογηθεί από τη γενική εικόνα των δύο καταστάσεων. Άλλωστε, ό,που είναι δυνατό να διακρίνουμε τις εξωτερικές επιρροές της ζωής που έχουν επιφέρει τη μία ή την άλλη κατάσταση, η αιτία πρόκλησης αποδεικνύεται ίδια και στις δύο περιπτώσεις.

Το πένθος είναι συνήθως η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου ή στην απώλεια κάποιας αφηρημένης ιδέας (που έχει πάρει τη θέση ενός αγαπημένου προσώπου), π.χ. η πατρίδα, η ελευθερία, ένα ιδανικό κ.ο.κ.

Σε κάποιους ανθρώπους, σαν αποτέλεσμα των ίδιων επιδράσεων, αντί για μια κατάσταση θλίψης αναπτύσσεται μελαγχολία και έτσι υποψιαζόμαστε ότι σ’ αυτούς τους ανθρώπους υπάρχει μια καταθλιπτική παθολογική προδιάθεση.

Αν και η θλίψη συνεπάγεται σημαντική διαφοροποίηση από τη συνηθισμένη στάση ζωής, ποτέ δε μας περνά από το μυαλό να τη θεωρήσουμε σαν μια νοσηρή κατάσταση και να παραπέμψουμε αυτόν που πενθεί σε ιατρική θεραπεία. Είμαστε σίγουροι ότι μετά από κάποιο χρονικό διάστημα θα ξεπεραστεί και θεωρούμε ανεπιθύμητη ή ακόμα και επιβλαβή, την οποιαδήποτε παρέμβαση.

Τα διακριτά ψυχικά χαρακτηριστικά της μελαγχολίας είναι: μια ιδιαίτερα οδυνηρή κατάθλιψη, έλλειψη ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο, απώλεια της ικανότητας για αγάπη, αναστολή κάθε δραστηριότητας και μια μείωση του αισθήματος αυτοεκτίμησης σε τέτοιο βαθμό, που εκφράζεται με αυτοκατηγορία και αυτο-ύβρη και κορυφώνεται σε μια απατηλή αναμονή τιμωρίας.

Τα ίδια γνωρίσματα συναντώνται και στη θλίψη, με μία εξαίρεση: στη θλίψη δεν υπάρχει πτώση της αυτοεκτίμησης.

Το βαθύ πένθος, που είναι η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, περιέχει το ίδιο συναίσθημα πόνου, απώλεια ενδιαφέροντος για τον εξωτερικό κόσμο –όταν δεν θυμίζει τον πεθαμένο–, απώλεια της ικανότητας για αποδοχή άλλου αντικειμένου αγάπης –που θα σήμαινε αντικατάσταση αυτού που πενθείται– και την ίδια αποφυγή οποιασδήποτε ενεργής προσπάθειας που δε σχετίζεται με σκέψεις για τον πεθαμένο.

Αυτή η αναστολή και ο περιορισμός που επέρχεται στο άτομο, είναι η εκδήλωση μιας αποκλειστικής αφιέρωσης στο πένθος του, που αφήνει έξω οποιονδήποτε άλλο σκοπό ή ενδιαφέρον.

Η μελαγχολία

Αιτιολογία

Μπορούμε να πούμε ότι σε μια κατηγορία περιπτώσεων, και η μελαγχολία μπορεί επίσης να είναι η αντίδραση στην απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου.

Ό,που δεν ισχύει αυτό, μπορούμε να αντιληφθούμε ότι υπάρχει μια απώλεια πιό εξειδικευμένης μορφής. Το αντικείμενο μπορεί να μην έχει πεθάνει, αλλά να έχει χαθεί ως αντικείμενο αγάπης (π.χ. στην περίπτωση μιας εγκαταλειμμένης νύφης).

Σε άλλες περιπτώσεις, μπορεί να έχει βιωθεί μια απώλεια τέτοιου είδους αλλά να μη φαίνεται καθαρά τί ακριβώς έχει χαθεί και ούτε ο ίδιος ο ασθενής να μπορεί συνειδητά να αντιληφθεί τί είναι αυτό που έχει χάσει.

Αυτό μπορεί να ισχύει ακόμα κι αν ο ασθενής έχει επίγνωση της απώλειας που προκάλεσε την μελαγχολία, δηλ. όταν γνωρίζει ποιόν έχει χάσει αλλά όχι τί ακριβώς έχει χάσει απ’ αυτόν.

Αυτό μπορεί να σημαίνει ότι η μελαγχολία σχετίζεται τροποντινά με μια ασυνείδητη απώλεια ενός αντικειμένου αγάπης, σε πλήρη αντιδιαστολή με το πένθος, όπου δεν υπάρχει τίποτα ασυνείδητο σχετικά με την απώλεια.

Στη θλίψη είδαμε ότι η κατάσταση αναστολής του εγώ του ατόμου και η απώλεια ενδιαφέροντος, δικαιολογούνταν πλήρως από το «απορροφητικό» έργο του πένθους.

Η άγνωστη απώλεια στην μελαγχολία, θα μπορούσε επίσης να επιφέρει μια εσωτερική διεργασία του ίδιου είδους και έτσι να είναι υπέυθυνη για την μελαγχολική αναστολή.

Ωστόσο, η αναστολή του μελαγχολικού δημιουργεί ερωτηματικά γιατί δεν μπορούμε να δούμε τί είναι αυτό που τον απορροφά τόσο ολοκληρωτικά.

Ιδιαίτερα χαρακτηριστικά

Ο μελαγχολικός εμφανίζει κάτι που δεν υπάρχει στη θλίψη: μια υπερβολική πτώση στην αυτοεκτίμησή του, μια εξασθένιση του εγώ του, σε μεγάλο βαθμό.

Στη θλίψη, ο κόσμος γίνεται φτωχός και άδειος. Στη μελαγχολία, είναι το ίδιο το εγώ που γίνεται φτωχό και άδειο. Ο ασθενής παρουσιάζει το εγώ του σαν ανάξιο, ανίκανο για οποιαδήποτε προσπάθεια και ηθικά αξιοκαταφρόνητο. Κατηγορεί τον εαυτό του, τον εξυβρίζει και περιμένει την απόρριψη και την τιμωρία. Ταπεινώνει τον εαυτό του μπροστά σε όλους και συμμερίζεται τον πόνο των συγγενών του για το ότι έχουν σχέση με κάποιον τόσο ανάξιο. Δεν αντιλαμβάνεται ότι έχει γίνει κάποια αλλαγή μέσα του αλλά επεκτείνει την αυτοκριτική του πίσω στο παρελθόν και δηλώνει ότι ποτέ δεν ήταν κάπως καλύτερος.

Αυτή η εικόνα της απατηλής υποτίμησης, που είναι κυρίως ηθική, ολοκληρώνεται με αϋπνία και άρνηση φροντίδας και από μια κατάρρευση του ενστίκτου που αναγκάζει κάθε ζωντανό οργανισμό να παραμείνει στη ζωή.

Και επιστημονικά και θεραπευτικά, θα ήταν ανώφελο να αντικρούσουμε τον ασθενή που φέρει αυτές τις κατηγορίες για τον εαυτό του, θεωρώντας ότι σίγουρα έχει κάποιο δίκιο και ότι περιγράφει κάτι που αντιστοιχεί σ’ αυτό που σκέφτεται.

Κάποιες από τις δηλώσεις του, είμαστε υποχρεωμένοι να τις επιβεβαιώσουμε, χωρίς επιφύλαξη. Πράγματι είναι ό,σο αδιάφορος, ανίκανος για αγάπη και για οποιαδήποτε άλλη επίτευξη, ό,σο λέει ότι είναι.

Όμως αυτό είναι δευτερεύον. Είναι η επίδραση της εσωτερικής οδύνης που καταστρέφει το εγώ του, για την οποία δεν ξέρουμε τίποτα αλλά τη συγκρίνουμε με το έργο του πένθους.

Σε κάποιες άλλες αυτοκατηγορίες φαίνεται επίσης να έχει δίκιο, μόνο που έχει ένα πιό οξύ βλέμμα σε σχέση με την αλήθεια, απ’ ότι άλλοι που δεν είναι μελαγχολικοί.

Όταν στο έπακρο της αυτοκριτικής του, περιγράφει τον εαυτό του ως ασήμαντο, εγωϊστικό, ανειλικρινή, με έλλειψη ανεξαρτησίας, ως κάποιον που έχει σαν μοναδικό στόχο να κρύψει την αδυναμία του, θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι έχει φτάσει πολύ κοντά στην αυτογνωσία του.

Αναρωτιόμαστε όμως γιατί ένας άνθρωπος πρέπει να αρρωστήσει πριν ανακαλύψει αυτού του είδους την αλήθεια, αφού αναμφισβήτητα όποιος έχει και εκφράζει στους άλλους μια τέτοια άποψη για τον εαυτό του, είναι ασθενής, είτε λέει την αλήθεια είτε είναι κάπως άδικος με τον εαυτό του.

Επίσης, ο βαθμός της αυτο-υποτίμησης δεν αντιστοιχεί στην πραγματική διάσταση. Μια καλή, ικανή, ευσυνείδητη γυναίκα, δεν πρόκειται να μιλήσει καλύτερα για τον εαυτό της όταν πάθει μελαγχολία, απ’ ότι κάποια που είναι πραγματικά ανάξια. Μάλιστα, η πρώτη είναι πιό πιθανό να ασθενήσει απ’ ότι η άλλη για την οποία δεν θα είχαμε ούτε κι εμείς τίποτα καλό να πούμε.

Τέλος, η συμπεριφορά του μελαγχολικού δεν είναι απόλυτα ίδια μ’ αυτήν κάποιου που συνεχώς βασανίζεται από τύψεις και αυτοκατηγορία. Ο μελαγχολικός δεν φαίνεται να ντρέπεται ιδιαίτερα μπροστά στους άλλους. Θα μπορούσαμε ίσως να πούμε ότι στον μελαγχολικό επικρατεί το αντίθετο γνώρισμα, του να μιλά επίμονα για τον εαυτό του και να απολαμβάνει την επακόλουθη έκθεση του εαυτού του.

Το ουσιαστικό λοιπόν δεν είναι αν η βασανιστική αυτο-υποτίμηση του μελαγχολικού δικαιολογείται με βάση τη γνώμη των άλλων, αλλά μάλλον ότι σωστά περιγράφει την ψυχολογική του κατάσταση στους θρήνους του. Έχει χάσει την αυτοεκτίμησή του και πρέπει να έχει κάποιο καλό λόγο για να το κάνει.

Στην μελαγχολία ένα τμήμα του εγώ, θέτει τον εαυτό του απέναντι στο άλλο, το κριτικάρει και το αντιμετωπίζει σαν ένα αντικείμενο.

Στην κλινική εικόνα της μελαγχολίας το πιό σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η δυσαρέσκεια για τον εαυτό σε ηθικό επίπεδο. Η αυτοκριτική πολύ πιό σπάνια αφορά σωματική ασθένεια, ασχήμεια, αδυναμία, κοινωνική κατωτερότητα.

Αν κάποιος ακούσει υπομονετικά τις πολλές και διάφορες αυτοκατηγορίες του μελαγχολικού, μπορεί στο τέλος να διαπιστώσει ότι, συχνά, οι πιό άγριες απ’ αυτές δεν αφορούν τον ίδιο τον ασθενή αλλά με μικρές μετατροπές ταιριάζουν σε κάποιον άλλο, κάποιο άτομο που ο ασθενής αγαπάει, έχει αγαπήσει ή θα έπρεπε να αγαπά.

Έτσι βρίσκουμε το κλειδί για την κλινική εικόνα, αντιλαμβανόμενοι ότι οι αυτοκατηγορίες είναι κατηγορίες προς ένα αγαπημένο αντικείμενο που έχει μετατοπιστεί στο εγώ του ίδιου του ασθενή.

Η γυναίκα που επιδεικτικά λυπάται το σύζυγό της που συνδέεται με ένα τόσο αξιολύπητο πλάσμα όπως αυτή, στην ουσία κατηγορεί αυτόν ότι είναι αξιολύπητο πλάσμα με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Ανάμεσα σ’ αυτές τις μεταβιβασμένες απ’ αυτόν αυτο-κατηγορίες, ανακατεύονται και κάποιες γνήσιες. Επιτρέπεται να προβάλλονται, αφού βοηθούν στην κάλυψη των άλλων και κάνουν αδύνατη την αναγνώριση της πραγματικής κατάστασης. Προκύπτουν από το “υπέρ” και το “κατά” που περιέχεται στη σύγκρουση, η οποία οδήγησε στην απώλεια του αγαπημένου αντικειμένου.

Ετσι, γίνεται πιό κατανοητή η συμπεριφορά των ασθενών. Καθετί ταπεινωτικό που λένε για τον εαυτό τους, στο βάθος σχετίζεται με κάποιον άλλο, για τον οποίο δεν ντρέπονται και δεν κρύβουν το κεφάλι τους.

Επιπλέον, δεν εκδηλώνουν ταπεινότητα και υποταγή προς τους άλλους, όπως θα ταίριαζε σε τέτοια ανάξια άτομα. Αντίθετα, ενοχλούν, συνεχώς θίγονται και συμπεριφέρονται σα να είχαν αδικηθεί πολύ.

Όλ’ αυτά είναι δυνατά, επειδή οι αντιδράσεις που εκφράζονται στη συμπεριφορά τους προκύπτουν από μια στάση εξέγερσης, μια ομάδα νοητικών συνειρμών, που με μια συγκεκριμένη διαδικασία, μετασχηματίστηκε σε μελαγχολική συντριβή.

Αμφιθυμική σύγκρουση

Όπως και το πένθος, η μελαγχολία είναι η αντίδραση σε μια πραγματική απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου, αλλά πάνω και πέρα απ’ αυτό, συνδέεται με μια κατάσταση που δεν υπάρχει στη συνήθη θλίψη ή που αν επακολουθήσει μετατρέπει τη θλίψη σε παθολογική.

Η απώλεια ενός αγαπημένου αντικειμένου, αποτελεί μια έξοχη ευκαιρία για να έρθει στο προσκήνιο η αμφιθυμία στις ερωτικές σχέσεις Ετσι, όπου υπάρχει μια προδιάθεση σε ψυχαναγκαστική νεύρωση, η σύγκρουση της αμφιθυμίας δίνει μια παθολογική χροιά στη θλίψη και την εξαναγκάζει να εκφραστεί με τη μορφή αυτοκατηγοριών, που υποννοούν ότι αυτός ο ίδιος που θρηνεί φταίει για την απώλεια του αγαπημένου δηλ. το άξιζε.

Οι περιπτώσεις που προκαλούν μελαγχολία, ως επί το πλείστον, εκτείνονται πέρα από τη ξεκάθαρη περίπτωση απώλειας από θάνατο. Περιλαμβάνουν όλες αυτές τις καταστάσεις του να είσαι πληγωμένος, πονεμένος, παραμελημένος, ανεπιθύμητος ή απογοητευμένος, που μπορεί να εισάγουν αντιθετικά συναισθήματα αγάπης και μίσους μέσα στη σχέση ή να ενισχύσουν μια ήδη υπάρχουσα αμφιθυμία.

Αυτή η σύγκρουση της αμφιθυμίας, που πότε έγκειται σε πραγματικά βιώματα και πότε στην ιδιοσυγκρασία, δεν πρέπει να παραβλέπεται ανάμεσα στους προσδιοριστικούς παράγοντες στη μελαγχολία.

Τάσεις αυτοκτονίας

Ο σαδισμός που εκδηλώνεται στη μελαγχολία, λύνει το μυστήριο της τάσης για αυτοκτονία που κάνει τη μελαγχολία τόσο ενδιαφέρουσα και τόσο επικίνδυνη.

Γνωρίζουμε πως οι σκέψεις αυτοκτονίας του ασθενή αποτελούν δολοφονικές παρορμήσεις προς άλλους, οι οποίες στρέφονται προς τον εαυτό του, αλλά δεν μπορούμε να εξηγήσουμε ποιά αλληλεπίδραση δυνάμεων θα μπορούσε να φέρει έναν τέτοιο σκοπό μέχρι την εκτέλεση.

Άλλα χαρακτηριστικά

Η μελαγχολία μας φέρνει αντιμέτωπους και με άλλα προβλήματα για τα οποία δεν έχουμε πλήρη απάντηση. Ο τρόπος με τον οποίο περνάει μετά από κάποιο χρόνο χωρίς να αφήνει ίχνη καμμίας ουσιαστικής αλλαγής, είναι ένα χαρακτηριστικό κοινό και στη θλίψη.

Στροφή σε μανία

Η πιό σημαντική ιδιομορφία της μελαγχολίας, που χρειάζεται εξήγηση, είναι η τάση που παρουσιάζει για στροφή σε μανία, η οποία συνοδεύεται από μια απόλυτα αντίθετη συμπτωματολογία: ανεξήγητη ευθυμία, πολύ κέφι, αυξημένη ετοιμότητα για οποιαδήποτε δραστηριότητα, κίνηση και δράση.

Όπως γνωρίζουμε, δεν έχει κάθε μελαγχολία αυτή τη μοίρα. Πολλές περιπτώσεις κάνουν την πορεία τους σε περιόδους που διακόπτονται από διαστήματα στα οποία μπορεί να υπάρχουν μικρά ή τελείως ανύπαρκτα σημάδια μανίας.

Άλλες, έχουν μια ρυθμική εναλλαγή φάσεων μελαγχολίας και μανίας.

Όροι και Προϋποθέσεις Αναδημοσίευσης Περιεχομένου

Συγγραφέας άρθρου: Παναγιώτα Δ. Κυπραίου MSc Ψυχολογία Υγείας, MBPsS - Σωματική & Gestalt Ψυχοθεραπεύτρια (ECP) - Επόπτρια Σωματικής Ψυχοθεραπείας - Συντονίστρια Σχολών Γονέων https://www.psychotherapeia.net.gr

Διαβάστε επίσης

Κατάθλιψη: μήπως σας αφορά;

Σωματικά και ψυχονοητικά χαρακτηριστικά της κατάθλιψης

Θεραπεία Gestalt και κατάθλιψη

Πώς να διαχειριστείτε την κατάθλιψη

Αυτοβοήθεια για την κατάθλιψη